Κάποιος άλλος ποντάρει για σένα
Κάθε μέρα ξυπνάω σε μια διαφορετική πόλη
κι όμως οι θαμώνες στα στέκια που πηγαίνω είναι ίδιοι
βρωμάνε το ίδιο ουίσκι
ξερνάνε τα ίδια τους τα λόγια
και μια νύχτα σ' ένα μπαρ είδα το παζλ που έφτιαχνες κορνίζα κρεμασμένη
ρώτησα τον ιδιοκτήτη
με κέρασε τα ποτά και μου 'πε "πήγαινε τώρα σε παρακαλώ".
Κάθε μέρα κι εγώ πάω στο ίδιο μπαρ
κοιτάω το παζλ κοιτάω τους ίδιους θαμώνες
βρωμάμε το ίδιο ουίσκι.
Σκούντα με όταν κοιμηθώ
θα ξυπνήσω και θα 'μαι ένας άλλος
και σ' ένα παράλληλο σύμπαν θα δω στ' όνειρο εσένα.
Ακατανόητα άστρα
Αναβολή δραστηριοτήτων
κλεισμένος μέσα στο σπίτι για μέρες
κι ανατολικά ένας ήλιος
ρίχνει τις αχτίδες του ν' αναπολείς εκείνο το φεγγάρι
τρία τέταρτα πανσέληνος ένα τέταρτο νεκροταφείο ελεφάντων.
Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους
το πρωί φοβάσαι πια να σηκωθείς
αυτό που κρύβονταν τις νύχτες κάτω απ' το κρεβάτι της
δεν ήταν παρά ένα σύννεφο
κάθε πρωί το έστυβες το έπινες το έβηχες
κι η καταιγίδα έπαιρνε αναβολή για την επόμενη μέρα.
Τώρα πια είναι μια μόνιμη επόμενη μέρα
κι εσύ πνίγεσαι πάνω απ' το νεροχύτη
βήχοντας αστραπές απ΄το λευκό των ματιών της.
Ανόητε παίζεις στοίχημα για να χάσεις
κι αν πόνταρες σε λάθος ανθρώπους εκεί έξω
δεν πειράζει
μια ευθεία τραβάς και διαλύεις τον χάρτη
γιατί δεν έρχεται τώρα ουρλιάζεις
μα εκείνη φοβάται τις ευθείες που παραβαίνουν το άστρο
ω είναι το λογικό να σκέφτεσαι μ' ευθείες πια
τρέλα είναι.
Δεν έπρεπε να κοιτάξω πίσω φεύγοντας
αλλά άκουσα ένα ανατριχιαστικό κρακ
γύρισα να πάρω την καρδιά στα χέρια μου
άναψα ένα τσιγάρο και αποχώρησα.
Κατάρρευση ρίσκου.
Δεν έχω κάτι να ποντάρω πια
χάθηκαν όλα λες
κι η ύπαρξή σου αποκτά την αξία που της πρέπει.
Δεν έχω καιρό γι' αυτήν την Κυριακή
μή με πιέζεται να πω τί κα πώς
θα πω μονάχα
είναι παράξενη μέρα η Κυριακή
και θέλει τις ζωές μας.
Δυτικά της πόλης είναι η συνοικία μου
βλέπω την πόλη να λάμπει τα βράδια
ένα "για πάντα" κυκλοφορεί στα περίχωρα
σαν έναν τρελό που γνωρίζει "τα πάντα" αλλά δεν μιλάει πολύ
μόνο μια λέξη λέει μ' ένα κρυμμένο γράμμα
και γι' αυτό το κρυμμένο γράμμα ο ήλιος θα σηκωθεί το πρωί
ο τρελός θα επιστρέψει σπίτι
και το "για πάντα" θα χαθεί στον ίσκιο της.
Κάπου μακριά από δω πρέπει να λάμπουν τα μάτια σου και σήμερα
κάπου στο μέσα από δω πρέπει να λάμπουν τα μάτια σου και σήμερα
είσαι η έκρηξη
κι εγώ κάπου ανάμεσα στα δυο σημεία ανυποψίαστος πορεύομαι σε λάθος χρονολογίες.
Είναι μια μέρα που σε λύτρωσε από το βράδυ.
Αναμονή.
Η ανάσα δυσκολεύει ωστόσο μέρα με τη μέρα
πίνοντας ατέλειωτους καφέδες
καπνίζοντας
λες είναι γλυκιά η ζωή μπλοκάροντας την πραγματικότητα
λες θέλω να πεθάνω σκίζοντας το τελευταίο χαμένο στοίχημα.
Ποιός να το πίστευε 20χρονε εαυτέ μου ότι θα φτάναμε ως εδώ
ζητώντας τόσα λίγα πια
χάνοντας τα πάντα.
Μέρες που περνάνε τζογάροντας και χάνοντας
κι εσύ μια ανάμνηση με τεράστια γκανιότα που φοβάται ο καθένας να ποντάρει
ω πως έχασα τα πάντα φωνάζει η ψυχή μου.
Ξύπνησα με βήχα το πρωί
ένας αριθμός ξεχύθηκε απ' το στόμα μου
ένας ατέρμονος μή επαναλαμβανόμενος αριθμός
που για να κοπεί έφτυσα αίμα
και στα όνειρα που είδα χθες θυμήθηκα εσένα,
Πότε-πότε όταν πήγαινε στο σουπερ μάρκετ στεκόταν λίγο στο ράφι με τα φλυτζανάκια του καφέ και κοίταζε μήπως φέρανε κανένα πρωτότυπο σχέδιο. Έπαιρνε μόνο τα μικρά του ελληνικού. Εκεί στέκονταν και τώρα λίγο απογοητευμένος από την ποικιλία των σχεδίων όταν άκουσε κάποια γυναικεία φωνή να σιγοτραγουδά ονειρικά το wonderwall που έπαιζε από τα ηχεία εκείνη την ώρα. Στέκονταν στ’ αριστερά του κοιτάζοντας πότε τα πιάτα πότε τα ποτήρια στα ράφια. Ήταν γύρω στα πενήντα και φορούσε ένα ανάλαφρο μακρύ καλοκαιρινό φόρεμα. Δεν έδειχνε να βιάζεται για κάτι εξάλλου δεν κρατούσε κάποιο καλάθι με πράγματα κι είχε αφεθεί τελείως στο τραγούδι ενώ είχε αρχίσει και λικνίζοταν στο ρυθμό.Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και συνέχισε τα ψώνια του σε άλλον διάδρομο. Την συνάντησε όμως πάλι στο ταμείο. Τώρα σιγοτραγουδούσε το valerie κοιτάζοντας ευθεία μπροστά της με τον ίδιο τρόπο που κοιτούσε τα ράφια ενώ δίπλα της μια ηλικιωμένη πολύ πιθανό να ήταν η μητέρα της είχε ψωνίσει τρεις σακούλες πράγματα και αγχωμένη μια έπιανε τα χρήματα μέσα στο πορτοφόλι της μια τις σακούλες προσπαθώντας να υπολογίσει το βάρος. Το ήξερε αυτό το βλέμμα της ηλικιωμένης. Θυμήθηκε τον πατέρα του ένα χρόνο πριν πεθάνει στα 81 του χρόνια να πάει και να ξαναπάει στο προποτζίδικο να παίξει κίνο με την ελπίδα να κερδίσει κάποια λεφτά. Να εξασφαλίσει τον γιο του. Δεν τα κατάφερε. Κάποια μέρα σκόνταψε σ’ αυτήν την διαδρομή χτύπησε στο κεφάλι και πέθανε.
Αν και Σάββατο στο μπαράκι είχαν απομείνει 5 πελάτες. Η ώρα στο κινητό έγραφε 4:28. Ήταν 23 Φεβρουαρίου. Δίπλα του ένας τύπος με μαύρη φόρμα adidas και βυσσινή κοντομάνικο είχε αρπάξει δυο μπαγκέτες και τις χτυπούσε πάνω στην ξύλινη μπάρα. Το Regulator των Clutch έπαιζε στο τέρμα. Ο Χρήστος ο ιδιοκτήτης που σήμερα ήταν dj είχε κέφια.
Εκείνος πριν παραγγείλει άλλο
ένα ποτό κοίταξε ασυναίσθητα τα ποτά των υπόλοιπων θαμώνων. Όταν μπορούσε
καθόταν πάντα στη μέση του μπαρ καθώς εκεί υπήρχε μια μικρή γωνία. Το μπαρ ήταν
ορθογώνιο στην κάτοψη. Ήταν σίγουρος ότι έτσι καθόταν λίγο πριν τη μέση της
μεγάλης απόστασης, Παρήγγειλε ένα
τζιν τόνικ. Κατάπιε βιαστικά την πρώτη γουλιά καπνίζοντας κι έβηξε διακριτικά
σα να ‘θελε να διακόψει ευγενικά τη φωνή που μάτωνε μέσα του. Όσοι έπιναν
«λαικά» ποτά με τον καιρό ο λαιμός τους στένευε και μάκρυνε. Η φωνή τους
αργούσε όλο και περισσότερο να βγει κι έτσι μιλούσαν όλο και λιγότερο. Θυμόταν
ένα συμμαθητή στο δημοτικό που είχε
δοκιμάσει ένα ποτήρι βότκα που είχε βρει στο σπίτι. Δεν μίλησε για τρια χρόνια.
Οι γονείς του ορκίζοταν ότι το έπαθε όταν είδε το σπίτι να παίρνει φωτιά (οι
κουρτίνες δηλαδή) από ένα ξεχασμένο σίδερο. Ο δικαστής τους αθώωσε. Οι
συμμαθητές κάθε μέρα τον κορόιδευαν μούτο. Οι δάσκαλοι απλά τον αγνοούσαν μέσα
στην τάξη και στο προάυλιο. Τρια χρόνια μετά κάποιοι τον είδαν να μιλάει με
κάτι εξωσχολικούς. Την επόμενη μέρα τα τζάμια του σχολείου ήταν όλα σπασμένα. Η
κινητοποίηση ήταν άμεση. Οι δράστες συνελήφθηκαν και ομολόγησαν. Το παιδί
ωστόσο έμεινε ατιμώρητο. Οι γονείς μη
αντέχοντας τη ντροπή του έριχναν λίγη βότκα κάθε μέρα στο γάλα. Το παιδί δεν
ξαναμίλησε ποτέ σε κανέναν. Πέθανε στα 24 απ’ το συκώτι. Όταν τον έθαψαν για να
χωρέσει στο φέρετρο του δίπλωσαν τον λαιμό και το κεφάλι ήταν λίγο πριν τη
μέση. Στον οφαλό. Τέτοιες ιστορίες ήταν συνηθισμένες στην επαρχία και δεν
έκαναν σε κανέναν εντύπωση. Όσοι πίναν τα λεγόμενα «special» ποτά ο λαιμός τους χόντραινε
και μίκραινε. Η φωνή τους ήταν επιβλητική σταθερή και προσελκούσαν το γυναικείο
φύλλο. Η πολιτική ήταν στο αίμα τους και οι περισσότεροι είχαν πιάσει πόστα
εξουσίας ή ασχολούνταν με εμπόριο και επιχειρήσεις.
Ξεκλείδωσε το κινητό. Μπήκε στο instagram και ξανακοίταξε την τελευταία της φωτογραφία. «Το σύμπαν
δονείται» του φώναξε ο τύπος δίπλα του με τις μπαγκέτες. «Το σύμπαν είναι σ’
οργασμό. ’Ολα είναι σε οργασμό» συμπλήρωσε και δόθηκε ολοκληρωτικά στο σόλο
στου τραγουδιού σπάζοντας την μια μπαγκέτα. Εκείνη δε κοιτούσε ποτέ τον φακό. Ποτέ
ως τη σημερινή φωτογραφία που ανέβασε στις 2:05. Πήγε στις παλιότερες
αναρτήσεις. Σε μια ήταν δίπλα δίπλα με τον σύζυγό της στην Αλλόνησο κι εκείνη
του φύλαγε το μάγουλο. Ο άντρας της είχε ένα λαιμό σαν χωνί δείγμα του ότι έπαιρνε
ψυχοφάρμακα. Σε μια άλλη φωτογραφία είχε στο μπράτσο του τατουάζ τρεις τελείες
σε τρίγωνο σημάδι που κάνουν όσοι πέρνουν το αλοπεριντιν. ‘Ηταν η ζωή που
ονειρεύονταν κάθε κοπέλα. Μόνο το ένα της εκατό του πληθυσμού είχε την δυνατότητα
να ζήσει τέτοια πολυτελή ζωή. Αυτή η επίδειξη του πλούτου της μέσω των social media τον
στεναχωρούσε. Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Πλένοντας τα χέρια του κοιτάχθηκε στον
καθρέφτη. Ο λαιμός του ήταν σαν ακορντεόν.
Η μεσαία τάξη. Η πλειοψηφία ανήκε εκεί. Ο λόγος του δεν ήταν σταθερός
και πάντα είχε την αίσθηση ότι μιλούσε περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε. ‘Οταν
επέστρεψε στη θέση του άνοιξε το σημειωματάριο του κινητού κι έγραψε «Πράγματα
που μ’ αρέσουν: Λευκά ποτά, καπνός». Δεν
πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. ‘Εκλεισε το σημειωματάριο βιαστικά. Τον
πλησιάσε ένας τύπος φαλακρός και
σωματώδης γύρω στα 30
«Παίζει τίποτα εκτός από ποτό
φίλε μου;».
«Όλο και κάτι παίζει» του
απάντησε και έσκυψε να πάρει το σάκο του.
Είδε τους υπόλοιπους πελάτες
να ψιθυρίζουν. Να ψιθυρίζουν αυτό που έλεγε η φωνή μέσα τους να ψιθυρίζουν αυτό
που έλεγε μόνο από μέσα του. Απομακρύνθηκε απ’ τον τύπο και πήγε να πληρώσει
«αν υπάρχουν ψιλά...» του είπε ο Χρήστος και του έκλεισε το μάτι. Βγήκε έξω
σχεδόν τρέχοντας. Μια παρέα φοιτητών περνούσε και τα γέλια τους κόπηκαν μόλις
τον είδαν. Δε σκόταψε σε κάποιον ωστόσο τα βλέμματά τους τον ακολουθούσαν μέχρι
που χάθηκε στα στενά. Θυμόταν πως πριν δυο μέρες τα πάντα ήταν διαφορετικά. Πριν
την αφύπνηση.
Οι καταθέσεις του εκτοξεύτηκαν.
Μια ανάσα έξω απ' το νερό
θα υπάρχει ένας τρόπος
όχι
θα υπάρχουν πολλοί τρόποι
γι' αυτό οι φωνές μέσα σου
πασχίζουν να γίνουν ένα
μια φωνή να σε τρομάζει
μια φωνή να σ' ελέγχει
Κρατάω το κεφάλι μου μέσα στο νερό
κι εσύ μου λες να μιλήσω να πω
Μη σε νοιάζει μου λες που είσαι κάτω απ' το νερό
φέρσου κανονικά
Μη σε νοιάζει μου λες που χαθήκαμε ολότελα πια
εσύ να μ' αγαπάς
Κι οι φωνές έτοιμες να γίνουν μια
Λοβοτομή
νύχτες με το BARCELO αγκαλιά
επίπεδη σκέψη
με κομμένη ανάσα θα περίμενα ένα όνειρο
που ήρθε αλλά κάπου το έχω ξεχάσει
που ήρθε σαν ελαφρός πονοκέφαλος πριν τον πρωινό καφέ
τίποτε συγκλονιστικό πια.
Και μετά τι;
38 χρόνια απολυμάνθηκαν σ' ένα εξάμηνο
σκέφτομαι σύμφωνα με την αγωγή μου θέλω να πιστεύω
κι ούτε που αναρωτιέμαι τί απέγινε αυτός ο άλλος που κουβαλούσα
αυτός που περιστρεφόταν μέσα μου και τα διέλυε όλα
τα τακτοποιούσε μετά σε ανάποδες πυραμίδες που όλο και μεγάλωναν
αυτός είναι ο στόχος των νέων μου φαρμάκων
κι εγώ μετά απέμεινα τί;
Μια παράπλευρη απώλεια κενών συναισθημάτων.