Οι κλασσικοί View RSS

No description
Hide details



Σατωμπριάν - Αταλά / Ρενέ 8 Sep 2019 10:54 PM (5 years ago)

Ο Σατωμπριάν είναι ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της γαλλικής λογοτεχνίας. Με τα έργα του επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και τον ψυχισμό των μεταγενεστέρων του, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά και με ενάργεια θέματα –όπως είναι η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η στροφή προς τη φύση, ο έρως του θανάτου–  τα οποία, αργότερα, αποτέλεσαν χαρακτηριστικά ολόκληρης της γενιάς των Ρομαντικών.
Προάγγελοι αυτού του Ρομαντισμού, η Αταλά και ο Ρενέ αποτελούν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σατωμπριάν, «δύο φλεγόμενα δίδυμα αδέλφια». Διαφορετικά τόσο ως προς το μήνυμα όσο και ως προς το ύφος της αφήγησης, επιδιώκουν να είναι το ένα αντιστροφή του άλλου, και τα δυο τους όμως «φλέγονται» από τα ένοχα πάθη που σιγοκαίνε στις ψυχές των ηρώων τους.
Η Αταλά είναι μια σαγηνευτική ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σ’ ένα εξωτικό πλαίσιο και όπου περιγράφεται η ζωή των Ινδιάνων της Αμερικής. Κύριο θέμα της, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι «η αρμονική σύζευξη της χριστιανικής θρησκείας με τις εικόνες της φύσης και με τα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς».
Ο Ρενέ, έργο σχεδόν αυτοβιογραφικό, έχει ως θέμα του όχι τόσο τον ένοχο έρωτα που τρέφει για τον Ρενέ η αδελφή του όσο κυρίως το περιπετειώδες «εσωτερικό ταξίδι» του ήρωα μέσα στον κυκεώνα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και των πνευματικών του ανησυχιών, καθώς και την απέλπιδα αναζήτηση ενός ακαθόριστου και απροσπέλαστου ιδεώδους που θα τον οδηγήσει στη λύτρωση. (

Εκδόσεις Ροές - Printa)

Ο Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, γνωστός και σαν Σατωβριάνδος ένθερμος φιλέλληνας, περιηγητής και συγγραφέας – υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε στο Σαιν-Μαλό της Βρετάνης στις 4 Σεπτεμβρίου 1768, τελευταίο από τα δέκα παιδιά του Ρενέ ντε Σατωμπριάν, τιτλούχου άρχοντα, που είχε αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει. Τολμηρός πλοίαρχος και έμπορος μαζί, σχημάτισε αρκετή περιουσία, που κατά μέγα μέρος την κληρονόμησε ο πρώτος γιος, όπως ήταν τότε τα έθιμα. Η πρώτη λοιπόν επαφή του Σατωβριάνδου ήταν με την τραχιά γη και την άγρια θάλασσα της Βρετάνης. Από τα 1777 ως τα 1779 σπουδάζει στα κολέγια της Ντολ, της Ρεν και της Ντινάν αποκαλύπτοντας στους δασκάλους του καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή και τεράστια μνήμη, καθώς και ευκολία αφομοίωσης των κλασικών συγγραφέων.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού και το 1791 ταξίδεψε στη Βόρειο Αμερική. Έναν χρόνο αργότερα, επέστρεψε στη Γαλλία για να καταταγεί στον στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών και να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να καταφύγει στο Λονδίνο. Επέστρεψε στο Παρίσι τον Μάιο του 1800. Πολέμιος του Ναπολέοντα, κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπηρέτησε ως πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ την περίοδο 1823-1824 διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών. Στα γαλλικά γράμματα αναδείχτηκε με το έργο Αταλά ή Οι έρωτες δυο αγρίων στην έρημο (1800).
Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή (1806-1807), και το 1811 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός δυνάστη.
Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδοςμεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» (Note sur la Grėce, 1825), το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.( πηγή cantus firmus)

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ο Σίλλερ και ο ελληνικός ρομαντισμός 6 May 2019 4:09 AM (5 years ago)


Το όνομα του Friedrich Schiller (1759-1805) φέρνει στον νου, σχεδόν αυτόματα ή συνειρμικά, το όνομα του άλλου μεγάλου, κατά δέκα χρόνια πρεσβύτερου απ’ αυτόν, φίλου του, του «Ολύμπιου» Goethe: και οι δύο μαζί αποτελούν το ζεύγος των Διοσκούρων της κλασικής περιόδου της γερμανικής λογοτεχνίας και, γενικότερα, κουλτούρας, της λεγομένης «Klassik». Αυτή η σύζευξή τους στη γερμανική πολιτιστική αυτοσυνείδηση του 19ου και του α´ μισού του 20ού αιώνα οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι αποτελούσαν τους δύο αντίθετους αλλά συμπληρωματικούς πόλους όχι μόνο στη βιογραφία αλλά και στο έργο και, προπαντός, στις αντιλήψεις τους για την ποίηση και την τέχνη. 


Σε αντίθεση με τον Goethe, γόνο μιας εύπορης αστικής οικογένειας με λαμπρές σπουδές νομικής και μια λαμπρότερη καριέρα ως υπουργός και ευνοούμενος του Δούκα Καρόλου-Αυγούστου της Βαϊμάρης, ο Schiller γνώρισε από παιδί μαζί με τη φτώχεια και τη διπλή καταπίεση: στο σπίτι του από έναν αυταρχικό πατέρα και στην πατρίδα του από τον αυταρχικό ηγεμόνα του, τον Δούκα της Βυρτεμβέργης Κάρολο-Ευγένιο, που τον ανάγκασε να σπουδάσει, παρά τη θέλησή του, ιατρική, για να τον διορίσει με έναν γλίσχρο μισθό ως στρατιωτικό του γιατρό. 

Αν σ’ αυτές τις βιογραφικές ατυχίες του προστεθεί και η ανίατη στην εποχή του φυματίωση, που τον βασάνισε τα τελευταία 14


-15 χρόνια της ζωής του (πέθανε στις 9 Μαΐου 1805 σε ηλικία 46 χρόνων), τότε είναι αξιοθαύμαστο πώς ο εξεγερμένος από τα νιάτα του εναντίον της πολιτικής εξουσίας στην πατρίδα του κατόρθωσε να γίνει μέτοχος της ανώτερης στην εποχή του, κλασικής, ελληνικής και λατινικής, παιδείας και να καλλιεργήσει, επιπλέον, πλατιά φιλοσοφικά και ιστορικά ενδιαφέροντα. Αυτή την παιδεία και αυτά τα ενδιαφέροντα ο Schiller τα αξιοποίησε σε μιαν εκπληκτική σε έκταση και πρωτοτυπία λογοτεχνική και θεωρητική δημιουργία, που συμπεριλαμβάνει την ποίηση και το δράμα, τη φιλοσοφία και την αισθητική, τη μετάφραση των αρχαίων, ελλήνων και λατίνων, κλασικών (Ιφιγένεια στην ΑυλίδαΦοίνισσεςΑινειάδα) και των νεότερων ευρωπαίων (Μάκβεθ του Shakespeare, Φαίδρα του Racine, Τουραντό του Gozzi) – αλλά και την ιστορία (Ιστορία της αποστασίας των Κάτω Χωρών από την Ισπανία, 2 τόμοι, 1778· Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου, 3 τόμοι, 1791/93). 

Σε αντίθεση με τον πρώτο τη τάξει γερμανό κλασικό, τον Goethe, που είχε γνωρίσει την πανευρωπαϊκή του διασημότητα ήδη με το νεανικό του Βέρθερο, ο Schiller έγινε ο αγαπημένος του – μορφωμένου, εννοείται – ευρωπαϊκού κοινού μετά το θάνατό του. H πανευρωπαϊκή του πρόσληψη και παρουσία συνέπεσε με το κίνημα του Ρομαντισμού και αυτόν συνεξέφρασε. Σ’ αυτό συνετέλεσε το πρώιμο αλλά ώριμο νεανικό έργο του στην «προρομαντική» φάση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που στην ιδιάζουσα γερμανική περίπτωση ταυτίστηκε με το κίνημα «Θύελλα και Ορμή» («Sturm und Drang»: περ. 1767-1785).

H Ελλάδα δεν μπορούσε, βέβαια, ν’ αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτήν τη βασικά ρομαντική πρόσληψη του έργου του Schiller έξω από την πατρίδα του. Και σ’ αυτό το επιμέρους σημείο γίνεται εμφανής η επανειλημμένα διαπιστωμένη ευρύτερη πολιτισμική αντιπαράθεση ανάμεσα στο ακραιφνέστερα ρομαντικό «δυτικό» πολιτισμικό υπόδειγμα της Επτανήσου από τη μια πλευρά, τον ερμαφρόδιτο Κλασικο-Ρομαντισμό στο νεόκοπο ελληνικό Κράτος από την άλλη: Δεν είναι τυχαίο ότι ως ο κύριος φορέας της αισθητικής θεωρίας του Schiller, ενός μίγματος της αισθητικής με την καντιανή προτεσταντική ηθική, επρόκειτο ν’ αναδειχτεί ο υπέρμαχος του επτανησιακού πολιτισμικού υποδείγματος Ιάκωβος Πολυλάς: Πάνω ακριβώς στην ακμή του ελληνικού Ρομαντισμού, στη μαχητική αναίρεσή του του αντισολωμικού λιβέλου του επτανήσιου «φαναριώτη» Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, στα 1860, ο γερμανομαθής Πολυλάς, ο οποίος είχε αποδείξει τον καλοχωνεμένο σιλλεριανισμό του στα περισπούδαστα εκείνα «Προλεγόμενά» του στα Ευρισκόμενα (1859) του μεγάλου φίλου και δασκάλου του Σολωμού, θα διακηρύξει τώρα στο Πανελλήνιο ότι ο Schiller ήταν, παρά την αρχαιολατρεία του, όπως και o Foscolo, ένας «ρωμαντικότατος» ποιητής.

* H αξιοποίηση του έργου του 

Ο σημαντικότερος και δημιουργικότερος δέκτης του Schiller στα Επτάνησα ήταν, βέβαια, ο ίδιος ο Σολωμός, παρ’ όλο που δε γνώριζε το έργο του παρά από ιταλικές μεταφράσεις: Αν στη διαλεκτική του Hegel όφειλε ο Σολωμός τη βασική αρχή για τη συνύπαρξη των αντιθέσεων στο Είναι και στην αισθητική του την αντίληψη για το ωραίο της τέχνης ως «αισθητοποίηση της Ιδέας», στο Schiller βρήκε την καντιανής προέλευσης ηθική αρχή για τη θέληση, που υπερνικά τη φυσική αναγκαιότητα – μια ηθική αρχή, που βρήκε την αισθητοποίησή της στο έργο της ωριμότητάς του, ιδιαίτερα στους Ελεύθερους Πολιορκισμένους.

Αυτός όμως που ανακάλυψε, από πρώτο χέρι, και αξιοποίησε δημιουργικά, και μάλιστα πολύ πρώιμα, τη σημαντικότερη, ιδίως για την ευρωπαϊκή του πρόσληψη, πλευρά του έργου του Schiller, το δραματικό του έργο, ήταν ο συμπατριώτης και φίλος του Σολωμού στη Ζάκυνθο Αντώνιος Μάτεσης (1794-1875): H δραματική κωμωδία Ο Βασιλικός (1829/30), που αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νεότερου, «εθνικού», ελληνικού θεάτρου, δε θα είχε γραφτεί, αν ο γλωσσομαθής Μάτεσης δεν είχε γνωρίσει το διάσημο «αστικό» δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας (Kabale und Liebe, 1784).

Αλλά ο θεατρικός συγγραφέας Schiller θα πρωταγωνιστήσει στη σκηνή του νεοελληνικού θεάτρου κατά τις τρεις δεκαετίες της ακμής του ελληνικού Ρομαντισμού (1850-1880) – ο Shakespeare θα παίξει απλά ένα δευτερεύοντα ρόλο. K’ εδώ, ο ρομαντικός χαρακτήρας του θεάτρου του θα εκδηλωθεί με την «κυριαρχία του πάθους και τους θυελλώδεις χαρακτήρες», που αναγνωρίζει ακριβώς στο Ραδιουργία και έρωτας ο πρώτος έλληνας μεταφραστής του (1843). Σ’ αυτά τα καθαρά ρομαντικά χαρακτηριστικά του θεάτρου του Schiller μπόρεσε εύκολα να ενσωματωθεί, στους έλληνες δέκτες του, και ο πατριωτικός και ηθοπλαστικός χαρακτήρας του· η «ηθική ωφέλεια» υποστηριζόταν και από το θεωρητικό έργο της ωριμότητας του Schiller H θεατρική σκηνή θεωρούμενη ως ένας θεσμός ηθικής (1802), που μεταφράστηκε την ίδια, ρομαντική, εποχή στα ελληνικά (1852).

Ετσι, μετά το Ραδιουργία και έρωτας θα μεταφραστούν και θ’ ανέβουν επανειλημμένα στις ελληνικές θεατρικές σκηνές και όλα τα έργα της πρώιμης, «θυελλώδους και ορμητικής», και της ώριμης, ιστορικής, θεατρικής δημιουργίας του Schiller: Ληστές (1865, 1867, 1876), H νύφη της Μεσήνης (1870), Μαρία Στούαρτ (1877), H συνωμοσία του Φιέσκο στη Γένουα (1877, 1874).

Στην επόμενη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1880-1920), στο νεοελληνικό θέατρο φαίνεται να ξεπερνιέται οριστικά, όπως και στην ποίηση, ο παρωχημένος και παρακμασμένος Κλασικο-Ρομαντισμός. Στα ελληνικά, δηλαδή στα αθηναϊκά, θέατρα θα επικρατήσουν τώρα δύο νέα θεατρικά είδη, που ανταποκρίνονται στις πολιτιστικές ανάγκες ενός νέου, ταυτόχρονα λαϊκού και μικροαστικού, κοινού: το κωμειδύλλιο, η επιθεώρηση και η κωμωδία, αλλά και το «ελαφρό», γαλλικής πρωτίστως (Scribe, Labiche, Sardou), γερμανικής δευτερευόντως (Kotzebue, Moser) προέλευσης boulevard· για ένα κατά το μάλλον ή ήττον καλλιεργημένο κοινό θα μεταφερθεί στα καθ’ ημάς το νεότερο ευρωπαϊκό και δη το σύγχρονο κοινωνικό νατουραλιστικό αστικό δράμα, γερμανικής (Hauptmann, Sudermann, Schnitzler, Hofmannsthal), σκανδιναυικής (Ibsen) και ρωσικής (Τσέχοφ, Τολστόι, Τουργκένιεφ) προέλευσης.

* Το μεταφραστικό ενδιαφέρον 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του νεότερου ευρωπαϊκού θεάτρου κοινωνικού προβληματισμού μπορεί να εννοηθεί, γιατί από την πλουσιότατη θεατρική παραγωγή των γερμανών ή άλλων κλασικών μπόρεσε να επιβιώσει με επανειλημμένες παραστάσεις (1882, 1892, 1911/13) το δημοφιλέστατο, όχι μόνο στην πατρίδα του, κοινωνικό δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας.

Την ίδια περίοδο παρατηρείται, για πρώτη φορά, και ένα αξιόλογο μεταφραστικό ενδιαφέρον για την ποίηση του Schiller: Τώρα, θα παρουσιαστούν στο, ευάριθμο έστω, ελληνικό κοινό σε δόκιμες μεταφράσεις μερικές από τις λαμπρότερες μπαλάντες του γερμανού κλασικού (Ο ΒουτηχτήςΤο παράπονο της κόρηςH καλυμμένη εικόνα της ΣαΐδαςΤο δαχτυλίδι του Πολυκράτη κ.ά.), αλλά και μερικά μικρότερα λυρικά ποιήματά του, που ανταποκρίνονταν στις ζητήσεις της «Γενιάς του 1880» για δύο ποιητικά είδη: την μπαλάντα και το τραγούδι. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο συστηματικότεροι μεταφραστές του Schiller ήταν οι κερκυραίοι N. Κογεβίνας και K. Θεοτόκης, που αποτελούσαν, μαζί με το Γ. Καλοσγούρο και το Λ. Μαβίλη, τους συνεχιστές της σολωμικής-επτανησιακής παράδοσης με συνδετικό κρίκο τον Πολυλά.

H επιβίωση του θεάτρου του Schiller στον ελληνικό Μεσοπόλεμο (1920-1940/45) μπορεί να εξηγηθεί, αν ιδωθεί σε συνάρτηση με την επιβλητική σ’ έκταση και ένταση παρουσία και επιβολή του γερμανικού και του γερμανόφωνου, τόσο του κλασικού όσο και του μοντέρνου, θεάτρου την εποχή αυτή. Κύριοι φορείς του γερμανικού αυτού κύματος στο νεοελληνικό θέατρο ήταν οι σημαντικότεροι έλληνες σκηνοθέτες και ανανεωτές του νεοελληνικού θεάτρου Φ. Πολίτης, Δ. Ροντήρη, Σ. Καραντινός, Δ. Μυράτ, T. Μουζενίδης – αλλά και ο πρώτος έλληνας σκηνογράφος Γ. Ανεμογιάννης, που είχαν σπουδάσει τη θεατρική τέχνη στις δύο ακμάζουσες τότε πολιτιστικές πρωτεύουσες του γερμανόφωνου χώρου, το Βερολίνο και τη Βιέννη (Σχολή Ράινχαρτ).

Μαζί μ’ αυτούς ήρθε κ’ εγκαταστάθηκε, μόνιμα πια, στην Ελλάδα από τη Γερμανία και ο μεγάλος άγγλος κλασικός του ευρωπαϊκού θεάτρου, ο Shakespeare: H επανειλημμένη αποστροφή του πρώτου διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου (1932-1934) Φ. Πολίτη για το μεγάλο Ελισαβετιανό ως «τον μεγάλο δραματικό συγγραφέα των γερμανών» ήταν μόνο φαινομενικά μια παραδοξολογία: Πραγματικά, ο Shakespeare αποτελούσε τη μεγαλύτερη γερμανική ανακάλυψη για το ευρωπαϊκό θέατρο ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Lessing, Herder).

Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό, γιατί τώρα μαζί με το δημοφιλέστατο κοινωνικό δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας μπόρεσαν να βρουν μια πρωτεύουσα θέση στις θεατρικές σκηνές του ελληνικού Μεσοπολέμου και τα «επαναστατικά» ιστορικά έργα του γερμανού κλασικού Μαρία ΣτούαρτΔον Κάρλος και οι Ληστές, που η υποδοχή και αποδοχή τους υπομοχλεύθηκε σημαντικά από τις νέες σε δημοτική, θεατρική, γλώσσα μεταφράσεις τους από δόκιμους γερμανομαθείς έλληνες μεταφραστές (Θρ. Σταύρου, B. Ρώτας, Δ. Λάμψας).

Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
 το ΒΗΜΑ 

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Μιραμπό, Γκαμπριέλ Ονορέ ντε- (Gabriel Honoré de Riqueti, comte de Mirabeau, Μπινιόν, Προβηγκία 1749 – Παρίσι 1791). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας.
 

Στη νεανική του ηλικία έζησε τόσο έκλυτη ζωή ώστε ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον θέσει πολλές φορές σε περιορισμό. Κλεισμένος στο φρούριο του Ιφ, ο Μ. έγραψε το πρώτο πολιτικό έργο του, Δοκίμιο περί δεσποτισμού (Essai sur le despotisme, 1775), μια εύγλωττη και θερμή πρωτόλεια διατύπωση των συνταγματικών του αντιλήψεων. Μεταξύ 1777 και 1780, ενώ ήταν κλεισμένος στη Βενσέν, ο Μ. έγραψε τα Γράμματα στη Σοφία (Lettres à Sophie), σε γλαφυρό και ζωηρό ύφος αλλά και πλούσια σε ιστορικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά σχόλια. Το 1782 έγραψε τη μελέτη που περικλείει τις πολιτικές του αντιλήψεις: Περί ενταλμάτων σύλληψης και κρατικών φυλακών (Des lettres de cachet et des prisons d’État). 

Στο έργο αυτό ο Μ. επαναλαμβάνει μερικές από τις βασικές θέσεις του Ρουσό και του Μοντεσκιέ, υποστηρίζοντας την αναπαλλοτρίωτη λαϊκή κυριαρχία και διατυπώνοντας την αντίληψη των πολιτικών αντίβαρων. Μεταξύ 1784 και 1786 εκδόθηκαν οι Σκέψεις περί του τάγματος του Κιγκινάτου (Considérations sur l’ordre de Cincinnatus), αυστηρή κριτική του ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ για τους αξιωματικούς που είχαν διακριθεί στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. 

Από τον Ιούλιο του 1786 έως τον Ιανουάριο του 1787 ο Μ. βρισκόταν στην Αυλή της Πρωσίας σε ειδική αποστολή της γαλλικής κυβέρνησης. Οι οξυδερκείς εκθέσεις που έστειλε στην κυβέρνησή του και στις οποίες εξέθετε απροκάλυπτα την κατάπτωση της πρωσικής Αυλής δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1788 και 1789 με τον τίτλο Απόκρυφη ιστορία της Αυλής του Βερολίνου (Histoire secrète de la Cour de Berlin).
Μετά τη σύγκληση των Γενικών Τάξεων, ο Μ. παρουσιάστηκε ως υποψήφιος της τρίτης τάξης και κατόρθωσε να εκλεγεί τόσο στη Μασσαλία όσο και στο Εξ. 

Θεωρούσε ιστορικά καταδικασμένα τα φεουδαρχικά προνόμια και τη μοναρχική απολυταρχία και γι’ αυτό τον λόγο ήταν υποστηρικτής ενός συνταγματικού καθεστώτος, μιας συνέλευσης αντιπροσώπων του λαού, και της εξαφάνισης των υπολειμμάτων του φεουδαρχισμού. 

https://www.youtube.com/watch?v=Ibo6C2n4_gU

Αλλά ο Μ. συγχρόνως φοβόταν και τις τάσεις των άκρων και την επαναστατική αναρχία και γι’ αυτό υποστήριζε την ανάγκη μιας ισχυρής κυβέρνησης, ελπίζοντας ότι η μοναρχία θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Η πολιτική γραμμή που υποστήριζε ο Μ., όμως, ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα που επικρατούσε στη χώρα.

Read 853 times

10+1 κουβέντες του Μαρσέλ Προυστ για τον έρωτα 17 Aug 2018 11:00 PM (6 years ago)

 Ο δημιουργός του μεγαλειώδους «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» σε στιγμές ειλικρίνειας και διαύγειας για το αιώνια περίπλοκο ζήτημα 

"Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό, για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους" 

    Είναι ο συγγραφέας στον οποίο οφείλουμε όχι μόνο την απόλυτη ποιητική του χρόνου, ως γιατρού, ως εκδικητή, ως τυμβωρύχου, ως συντηρητή, ως δασκάλου, αλλά και τις πιο μεστές διατυπώσεις για τον έρωτα, τον θάνατο, τη συντριβή που προκαλεί η φθορά – και πάλι – του χρόνου.  

 Ο Μαρσέλ Προυστ, γεννιέται σαν σήμερα, στις 10 Ιουλίου του 1871, για να καταταγεί σ’ εκείνη την παράξενη σειρά στρατιωτών της λογοτεχνίας που πρέπει πρώτα να απορριφθούν πολλές φορές για να γίνουν σημαία και ορόσημο καιρό μετά, κυρίως από προσωπικό πείσμα και πίστη στον εαυτό και τη λογοτεχνική εμμονή τους. 

  Όλοι σήμερα, ακόμη και όσοι αγνοούν το σύνολο του συγγραφικού του έργου, υποκλίνονται στη θεμελιώδη για όλα τα ανθρώπινα δύναμη των αναμνήσεων, έτσι όπως καταγράφεται στο ογκώδες «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».

 Λίγοι αντιθέτως θυμούνται το ότι ο Προυστ απορρίφθηκε από τον Αντρέ Ζιντ, τον «στρατηγό» των επιμελητών του γαλλικού εκδοτικού κολοσσού “Nouvelle Revue Française”, για να ζητήσει συγνώμη έναν χρόνο αργότερα.  
 Και πώς να γινόταν αλλιώς, αφού ο Προυστ ειδικά σ’ αυτό το έργο του έκλεισε όλη τη μαγεία της περιγραφής και της παρατήρησης, όλη την αγωνία να περιγραφεί σε όλο του το μεγαλείο, αυτό που ως ανάμνηση αύριο μπορεί να φαίνεται μικρό…   

Πέραν αυτού, η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Προυστ – κλειστή, μοναχική, ευαίσθητη – αφήνει μέσα από το συνολικό του έργο μερικές από τις πιο σοβαρές διατυπώσεις για τον έρωτα – άλλες τρυφερές, άλλες κυνικές, όλες ειλικρινείς – που μπορούν να λειτουργήσουν και σαν χάρτης για το πιο σημαντικό, αλλά στο σήμερα και πιο δύσκολο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. 

  1. "Ο έρωτας είναι ένα χτυπητό παράδειγμα για το πόσο μικρή σημασία έχει για μας η πραγματικότητα".

   2. "Σε ένα χωρισμό, αυτός που δεν είναι πραγματικά ερωτευμένος είναι αυτός που θα πει και τα πιο τρυφερά λόγια".  

 3. "Ας αφήσουμε τις όμορφες γυναίκες στους άντρες εκείνους που δεν έχουν φαντασία".  

 4. "Οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί".  

5.  "Η επιθυμία για κάτι τα κάνει όλα να ανθίζουν. Η απόκτηση αυτού του κάτι τα κάνει όλα να μαραίνονται και να ξεθωριάζουν".   

6. "Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε".   Χειρόγραφο από το σημειωματάριο του Προυστ για το "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο", credit: Gallica- Bibliothèque Νationale de France   

7. "Τα ψέματα είναι απαραίτητα στον άνθρωπο. Είναι -ίσως- εξίσου σημαντικά με την αναζήτηση της ηδονής και, επιπλέον, υπαγορεύονται από αυτήν την αναζήτηση".   

8. "Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό, για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους".  

 9. "Αφήστε μας να είμαστε ευγνώμονες στους ανθρώπους που μας έκαναν ευτυχισμένους. Είναι οι γοητευτικοί κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας να ανθίζουν".  

 10. Ο χρόνος, αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους, δεν αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς  

 11. Οι άνθρωποι που δεν είναι ερωτευμένοι, δεν καταλαβαίνουν πως έναν έξυπνος άντρας μπορεί να υποφέρει πραγματικά από μία συνηθισμένη γυναίκα. Είναι σα να εκπλήσσεσαι που η χολέρα μπορεί να προσβάλλει τους πάντες. Αυτός ο ασήμαντος βάκιλος…».  


Πηγή: www.lifo.gr

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Yannis K. Ioannou - The 4 seasons//SUMMER (Full Album) 16 May 2018 5:41 AM (6 years ago)

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις (απόσπασμα) 22 Jun 2017 7:06 AM (7 years ago)

Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις (απόσπασμα)

Η ζωή που έκανα στο Μποσσέ μου ταίριαζε τόσο πολύ που, αν είχε κρατήσει περισσότερο, θα είχε καθορίσει οριστικά τον χαρακτήρα μου. Διεπόταν από ήρεμα, γλυκά, τρυφερά συναισθήματα. Δεν πιστεύω να υπήρξε άλλος εκπρόσωπος του είδους μας λιγότερο φιλόδοξος από μένα. Με συνέπαιρναν πότε-πότε κάποιες μεγαλόπνοες εξάρσεις, αλλά πολύ γρήγορα επέστρεφα στη μακαριότητά μου. Ο διακαέστερος πόθος μου ήταν να μ' αγαπούν όλοι γύρω μου. Ήμουν γεμάτος καλοσύνη· ο ξάδερφός μου το ίδιο· οι δάσκαλοί μας επίσης. Επί δύο ολόκληρα χρόνια δεν υπήρξα ποτέ ούτε θύμα ούτε μάρτυς βίαιου συναισθήματος. 
Τα πάντα καλλιεργούσαν στην ψυχή μου την προδιάθεση που της είχε δώσει η φύση. Τίποτα πιο υπέροχο δεν υπήρχε για μένα από το να βλέπω τους πάντες ολόγυρά μου ευχαριστημένους μ' εμένα και με όλον τον κόσμο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι στην εκκλησία, όταν δεν ήξερα καλά την κατήχηση, τίποτα δεν με πείραζε τόσο πολύ όσο μια έκφραση στενοχώριας ή ταραχής στο πρόσωπο της δεσποινίδος Λαμπερσιέ· ήταν κάτι που μου στοίχιζε περισσότερο ακόμα κι από την ντροπή μου που είχα ρεζιλευτεί δημόσια —γιατί, μόλο που ο έπαινος με άγγιζε ελάχιστα, το ντρόπιασμα με έκανε ράκος. Και πρέπει εδώ να πω ότι αυτό που με τρόμαζε δεν ήταν το ενδεχόμενο να με μαλώσει η δεσποινίς Λαμπερσιέ, αλλά ο φόβος μήπως τη στενοχώρησα.

Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε ο αδερφός της δεν υστερούσαν σε αυστηρότητα, όποτε χρειαζόταν. Η αυστηρότητά τους όμως, που ήταν σχεδόν πάντα δικαιολογημένη, δεν ήταν ποτέ βίαιη, και γι' αυτό με πείραζε μεν, αλλά δεν με έκανε να επαναστατώ. Το να μη μ' αγαπούν μου ήταν πιο επώδυνο από την τιμωρία, και μια ένδειξη απόρριψης με πονούσε περισσότερο από το ξύλο. Ομολογώ πως ντρέπομαι να γίνω πιο σαφής, πρέπει όμως να το κάνω. 

Πόσο θα άλλαζε η παιδαγωγική μας μέθοδος, αν ο κόσμος ήξερε καλύτερα τα απώτερα αποτελέσματα αυτής που τόσο ανεξέλεγκτα πάντα, και τόσο ανάρμοστα πολλές φορές, χρησιμοποιεί. Το μεγάλο μάθημα που μπορεί να αντλήσει από ένα παράδειγμα τόσο κοινό, και άλλο τόσο ολέθριο, με υποχρεώνει να το διηγηθώ.

Εφόσον η δεσποινίς Λαμπερσιέ μας φερόταν με μητρική στοργή, είχε πάνω μας και την ανάλογη εξουσία, η οποία της επέτρεπε να μας δίνει ακόμα και ένα χέρι ξύλο όταν μας χρειαζόταν. Για πολύ καιρό χρησιμοποιούσε αυτό της το δικαίωμα μόνο σαν απειλή, και η επαπειλούμενη αυτή τιμωρία, που ήταν εντελώς πρωτάκουστη για μένα, μου φαινόταν τρομερή. Ύστερα όμως από την πραγματοποίησή της, δεν τη βρήκα τόσο φοβερή όσο τη φανταζόμουν περιμένοντάς την. Αλλά το πιο περίεργο ήταν που η τιμωρία αυτή με έκανε να αγαπήσω περισσότερο εκείνη που μου την είχε επιβάλει. Χρειάστηκε μάλιστα όλη η ειλικρίνεια αυτής της αγάπης και όλη μου η φυσική καλοσύνη για να μην επιδιώξω την επανάληψή της κάνοντας κάτι που θα την επέσυρε πάνω μου· γιατί είχα βρει στον πόνο, ακόμα και στην ταπείνωση, κάτι ηδονικό, που δεν με άφησε βέβαια με το φόβο, αλλά μάλλον με τη λαχτάρα να το αισθανθώ ξανά από το ίδιο χέρι. 

Είναι ευνόητο ότι σε όλα αυτά λειτουργούσε κάποιος πρώιμος ερωτισμός, και συνεπώς η ίδια μεταχείριση εκ μέρους του αδελφού της δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Αλλά με τον χαρακτήρα του κυρίου Λαμπερσιέ, το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αντικατάστασης δεν ήταν διόλου πιθανό, και ο μόνος λόγος που δεν επεδίωκα να κάνω κάτι για να αξίζω την ίδια τιμωρία ήταν ο φόβος μου μήπως στενοχωρήσω τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ· γιατί η τρυφερότητα έχει τόση δύναμη πάνω μου, ακόμα και η αισθησιακή, ώστε ήταν ανέκαθεν μέσα μου ισχυρότερη από την ηδονή. 
Αυτή η επανάληψη, που την απέφευγα χωρίς να την απεύχομαι, ήρθε τελικά κάποια μέρα χωρίς να φταίω εγώ, δηλαδή χωρίς να το έχω επιδιώξει, οπότε εκμεταλλεύθηκα την ευκαιρία με τη συνείδηση ήσυχη. Μόνο που η δεύτερη αυτή φορά ήταν και η τελευταία· γιατί η δεσποινίς Λαμπερσιέ, έχοντας αντιληφθεί προφανώς από κάποιες ενδείξεις ότι η τιμωρία απέκλινε του στόχου της παραιτήθηκε λέγοντας ότι την κούραζε πάρα πολύ. Μέχρι τότε κοιμόμασταν στην κάμαρά της, ή ακόμα και στο κρεβάτι της καμιά φορά τον χειμώνα. Ύστερα από δυο μέρες, μας έβαλαν σε άλλη κρεβατοκάμαρα. Και στο εξής είχα την τιμή, η οποία θα προτιμούσα να μου έλειπε, να με αντιμετωπίζει σαν μεγάλο παιδί.

Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι ένα αθώο ξύλο που έφαγα οχτώ χρονών από μια κοπέλα τριάντα θα καθόριζε διά βίου τα γούστα μου, τους πόθους μου, τα πάθη μου κι εμένα τον ίδιο, και μάλιστα σε μια κατεύθυνση εντελώς αντίθετη από εκείνη που θα είχα ακολουθήσει φυσιολογικά; Την ώρα ακριβώς που ξυπνούσαν οι αισθήσεις μου, ο ερωτισμός μου παραπλανήθηκε τόσο πολύ, ώστε περιορίστηκε σ' αυτό που είχε βιώσει, και δεν διανοήθηκε ποτέ να αναζητήσει οτιδήποτε άλλο. Με μια αισθησιακότητα που έβραζε στο αίμα μου από την ώρα σχεδόν που γεννήθηκα, παρέμενα άσπιλος και αγνός σε μια ηλικία όπου και οι πλέον ψυχρές ή καθυστερημένες ιδιοσυγκρασίες έχουν αναπτυχθεί. Φλεγόμενος επί έτη ετών χωρίς να ξέρω από τί, καταβρόχθιζα με άπληστα μάτια τις όμορφες γυναίκες, και τις έφερνα αδιάκοπα στο νου μου, αλλά μονάχα για να τις χαρώ με τον δικό μου τρόπο, κάνοντάς τες όλες δεσποινίδες Λαμπερσιέ.

Ακόμα και μετά την εφηβεία, η περίεργη αυτή επιθυμία, η οποία ήταν πάντα παρούσα και έφθανε τα όρια της διαστροφής, τα όρια της μανίας, διατήρησε ακέραια τα χρηστά μου ήθη, μολονότι θα έπρεπε να τα είχε διαφθείρει. Αν υπάρχει ηθική και αυστηρή ανατροφή, είναι οπωσδήποτε η δική μου. Οι τρεις θείες μου δεν είχαν μόνο υποδειγματικό ήθος, αλλά και μια ευπρέπεια που οι γυναίκες έχουν χάσει προ πολλού· ο πατέρας μου, ευδαιμονιστής μεν και κατακτητής, αλλά της παλιάς σχολής, δεν πρόφερε ποτέ μπροστά σε γυναίκες, και ιδιαίτερα σ' εκείνες που του άρεσαν, λόγια που θα έκαναν μια παρθένα να κοκκινίσει· και ελάχιστες οικογένειες τήρησαν ποτέ τόσο ευλαβικά τον σεβασμό που οφείλεται στα παιδιά. Στο σπίτι του κυρίου Λαμπερσιέ δεν έδιναν λιγότερη σημασία σ' αυτό το θέμα. 

Κάποτε μάλιστα έδιωξαν μια θαυμάσια υπηρέτρια για μια πονηρή κουβέντα που είχε ξεστομίσει μπροστά μας. Όχι μόνο δεν είχα, ώς την εφηβεία μου, καμιά ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με την ερωτική επαφή, αλλά και η συγκεχυμένη εντύπωση που είχα δεν πήρε ποτέ στο μυαλό μου μια όψη που να μην ήταν αηδής και αποκρουστική. Οι κοινές γυναίκες μού προκαλούσαν μια φρίκη η οποία δεν με εγκατέλειψε ποτέ· δεν μπορούσα να δω έναν έκδοτο άνθρωπο χωρίς να αισθανθώ περιφρόνηση, ή ακόμα και τρόμο. Η αποστροφή μου για την ακολασία είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις από την ημέρα που, πηγαίνοντας στο Πετί Σακονέξ από μια στενοποριά, είδα κάτι σπηλιές στις δύο πλευρές του δρόμου και μου είπαν πως μέσα εκεί ζευγάρωναν οι άνθρωποι. Τα όσα είχα δει από το ζευγάρωμα των σκύλων μού έρχονταν λοιπόν πάντα στο νου όταν σκεφτόμουν τα άλλα ζευγαρώματα, και στην ανάμνηση και μόνο αυτού του θεάματος μου γύριζε το στομάχι.

Οι προκαταλήψεις της ανατροφής μου, που αρκούσαν και μόνες τους για να καθυστερήσουν τις πρώτες εκρήξεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, υποβοηθήθηκαν, όπως εξήγησα, από την εκτροπή στην οποία με οδήγησαν οι πρώτες νύξεις της λαγνείας. Μην μπορώντας να διανοηθώ κάτι άλλο απ' αυτό που είχα ζήσει, παρ' όλη την πίεση των πολύ ασφυκτικών ήδη εξάψεων, έστρεφα μοιραία τις επιθυμίες μου στο είδος της ηδονής που είχα γνωρίσει και δεν έφτανα ποτέ σ' εκείνο που μου είχαν καταστήσει ειδεχθές, και το οποίο δεν απείχε διόλου από το άλλο, χωρίς όμως εγώ να έχω την παραμικρή υπόνοια γι' αυτό. Στις τρελές φαντασιώσεις μου, στις παράφορες ερωτικές μου εξάρσεις, στα αλλόκοτα πράγματα στα οποία με εξωθούσαν καμιά φορά, ανέτρεχα με τη φαντασία μου στη βοήθεια του άλλου φύλου, χωρίς να μου περνάει ποτέ από το νου πως προσφερόταν για οποιαδήποτε άλλη χρήση πέρα από εκείνη για την οποία τόσο διακαώς το προόριζα.

Έτσι λοιπόν έφτασα, έχοντας μια φύση πολύ φλογερή, πολύ αισθησιακή και με πολύ πρόωρη ανάπτυξη, να περάσω τα εφηβικά μου χρόνια χωρίς να έχω γνωρίσει, χωρίς να έχω καν επιθυμήσει, καμιά άλλη ερωτική απόλαυση πέρα από εκείνη που εν πάση αθωότητι μου είχε προσφέρει η δεσποινίς Λαμπερσιέ. Αλλά και όταν τελικά τα χρόνια με έκαναν άνδρα, αυτό που με συγκράτησε και πάλι ήταν το ίδιο πάθος που θα μπορούσε να με είχε καταστρέψει. Οι παλιές παιδικές μου επιθυμίες, αντί να εξαφανιστούν τώρα πια, δέθηκαν τόσο στενά με τις καινούργιες, ώστε δεν μπόρεσα ποτέ μου να τις ξεχωρίσω από τους πόθους που μου άναβαν οι αισθήσεις. Και η μανία μου αυτή, σε συνδυασμό με τη φυσική μου συστολή, με έκανε πάντα ελάχιστα τολμηρό με τις γυναίκες· γιατί δεν τολμούσα να τα πω όλα, ούτε μπορούσα να τα έχω όλα, αφού το είδος της απόλαυσης που επιζητούσα, και του οποίου το άλλο ήταν για μένα απλώς η κατάληξη, δεν ήταν δυνατόν να υποκλαπεί από εκείνον που το ήθελε ούτε να προβλεφθεί από εκείνη που μπορούσε να το προσφέρει. 

Πέρασα λοιπόν τη ζωή μου διάπυρος και βουβός μπροστά στις γυναίκες που λαχταρούσα. Μην τολμώντας ποτέ να εξομολογηθώ το πάθος μου, το διασκέδαζα τουλάχιστον με σχέσεις που μου υπέθαλπαν αυτή την αίσθηση.

 Το να πέφτω στα πόδια μιας δεσποτικής γυναίκας, να υπακούω στις διαταγές της, να εκλιπαρώ τη συγγνώμη της, αποτελούσαν για μένα γλυκύτατες απολαύσεις· και όσο περισσότερο η ζωηρή φαντασία μου διέγειρε τις αισθήσεις μου, τόσο περισσότερο φερόμουν σαν ντροπαλός ερωτευμένος. Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό το είδος ερωτοτροπίας δεν οδηγεί σε ραγδαίες εξελίξεις, ούτε και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την τιμή εκείνης στην οποία απευθύνεται. 

Λίγες λοιπόν ήταν οι φορές που έκανα μια γυναίκα δική μου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν χόρτασα την ερωτική ηδονή με τον δικό μου τρόπο, δηλαδή με τη φαντασία μου. Ιδού λοιπόν πώς ο ερωτισμός μου, σε συνδυασμό με τον συνεσταλμένο χαρακτήρα μου και τη ρομαντική μου φύση, διαφύλαξαν τα αισθήματά μου αγνά και τα ήθη μου άμεμπτα, χάρη σ' εκείνο ακριβώς το πάθος το οποίο, με λίγη περισσότερη τόλμη, θα με είχε βυθίσει ίσως στην πιο κτηνώδη ακολασία.

Έκανα το πρώτο και οδυνηρότερο βήμα στον σκοτεινό και ρυπαρό λαβύρινθο των εξομολογήσεών μου. Εκείνο που πονάει περισσότερο όταν το λες δεν είναι το κακό, είναι το εξευτελιστικό και το γελοίο. Από εδώ και στο εξής είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου· ύστερα απ' αυτό που τόλμησα να πω, τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Το πόσο μου κοστίζει μια τέτοια ομολογία μπορεί να το κρίνει κανείς από το ότι, μόλο που αγάπησα κάποιες γυναίκες με ένα πάθος παράφορο, που με έκανε καμιά φορά να χάνω μπροστά τους το φως, την ακοή και το νου μου, και να τραντάζομαι σύγκορμος από σπασμούς, ποτέ δεν βρήκα τη δύναμη να τους εκμυστηρευθώ την αδυναμία μου και να τους ζητήσω, στις στιγμές της πιο άκρας οικειότητας, τη μόνη χάρη που δεν μου είχαν κάνει ακόμα. 
Μονάχα μια φορά στη ζωή μου το έζησα αυτό, στα παιδικά μου χρόνια, με ένα κοριτσάκι της ηλικίας μου· αλλά και πάλι, αυτή ήταν εκείνη που το είχε προτείνει.

Καθώς ανατρέχω τώρα στα πρώτα βήματα της ψυχικής μου ζωής, ανακαλύπτω στοιχεία τα οποία, όσο κι αν φαίνονται πολλές φορές ασυμβίβαστα, συγκεράστηκαν και έδωσαν ένα συμπαγές και ενιαίο αποτέλεσμα· ενώ ανακαλύπτω άλλα, τα οποία, μολονότι ίδια φαινομενικά, μεταμορφώθηκαν μες απ' τη συγκυρία ορισμένων συνθηκών, και οι συνδυασμοί που προέκυψαν είναι τόσο αντίθετοι, που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει έστω και ένα κοινό στοιχείο μεταξύ τους. Ποιος θα φανταζόταν, λόγου χάρη, ότι μια από τις πλέον αδάμαστες δυνάμεις της ψυχής μου σφυρηλατήθηκε στον ίδιο άκμονα που έπλασε μέσα μου την ηδυπάθεια και την παθητικότητα. Θα παραμείνω στο θέμα για το οποίο μίλησα, για να δείξω μια άλλη, εντελώς διαφορετική επίδρασή του.
Κάποια μέρα, καθόμουν μόνος μου στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κουζίνα και διάβαζα τα μαθήματά μου.
 Η υπηρέτρια είχε βάλει πάνω στην πλάκα τις χτένες της δεσποινίδος Λαμπερσιέ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε να τις πάρει, βρήκε μία με τα μισά της δόντια σπασμένα. Ποιος έφταιγε για τη ζημιά; Κανένας άλλος δεν είχε μπει στο δωμάτιο. Με ρωτάνε· τους λέω πως εγώ δεν την άγγιξα καν. Ο κύριος και η δεσποινίς Λαμπερσιέ αρχίζουν εν χορώ να με νουθετούν, να με πιέζουν, να με απειλούν· εγώ επιμένω πεισματικά στην αθωότητά μου. Οι ενδείξεις όμως εναντίον μου ήταν πολύ ισχυρές, και θεωρήθηκαν πειστικότερες από τις διαμαρτυρίες μου, παρόλο που δεν με είχαν ξαναδεί να λέω ψέματα με τόσο θράσος. Πήραν το θέμα πολύ σοβαρά· όφειλαν να το πάρουν. Η κακή πράξη, το ψέμα, το πείσμα θεωρήθηκαν όλα κολάσιμα. 
Αλλά η εκτέλεση της τιμωρίας δεν ανατέθηκε στη δεσποινίδα Λαμπερσιέ. Έγραψαν στον θείο Μπερνάρ, ο οποίος και ήρθε. Τον ξάδερφό μου τον βάραινε κι αυτόν κάποιο παράπτωμα εξίσου σοβαρό. Μας συμπεριέλαβαν στην ίδια τιμωρία. Ήταν φριχτή. Αν είχαν θελήσει να ανακόψουν μια για πάντα τις διεστραμμένες ορέξεις μου αναζητώντας το φάρμακο στην ίδια την ασθένεια, δεν θα είχαν βρει καλύτερη θεραπεία. Τις ξέχασα για πολύ καιρό.

Δεν κατάφεραν να μου αποσπάσουν την ομολογία που ήθελαν. Όσες φορές κι αν με περιέλαβαν, σε όσο εφιαλτική κατάσταση κι αν με έφεραν, στάθηκα ακλόνητος. Καλύτερα να πέθαινα. Ήμουν αποφασισμένος γι' αυτό. Η βία δεν μπόρεσε να υποτάξει το σατανικό παιδικό μου πείσμα γιατί έτσι αποκαλούσαν τη γενναιότητά μου. Τελικά, βγήκα από τη σκληρή αυτή δοκιμασία κατατσακισμένος αλλά θριαμβευτής.

Έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε, και δεν υπάρχει φόβος να τιμωρηθώ ξανά γι' αυτό. Ε, λοιπόν, δηλώνω απερίφραστα, και μάρτυς μου ο Θεός, πως ήμουν αθώος, πως ποτέ δεν έσπασα, ποτέ δεν άγγιξα εκείνη τη χτένα, και πως ποτέ δεν μου πέρασε απ' το νου να κάνω κάτι τέτοιο. Μη με ρωτήσετε πώς έγινε η ζημιά. Δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι εγώ ήμουν αθώος.

Φανταστείτε ένα παιδί συνεσταλμένο και υπάκουο στην καθημερινή ζωή, αλλά παράφορο, ανήμερο, χαλύβδινο στα πάθη, ένα παιδί που πάντα ακολουθούσε τη φωνή της λογικής, που όλοι του φέρονταν καλόκαρδα, δίκαια, στοργικά, που δεν ήξερε καν την έννοια της αδικίας, να υφίσταται για πρώτη φορά μια αδικία τόσο κατάφωρη, και μάλιστα από τους ανθρώπους που αγαπάει και εκτιμάει πιο πολύ. Φανταστείτε τη βίαιη ανατροπή των εννοιών! Τη σύγχυση στα αισθήματά του! Τον σάλο στην ψυχή του, στο μυαλό του, σε όλη εκείνη τη μικρή πνευματική και ηθική υπόσταση! Και λέω να τα φανταστείτε όλα αυτά, αν είναι δυνατόν, γιατί εγώ δεν νομίζω πως είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω ή να βρω το παραμικρότερο νήμα στο τί συνέβαινε μέσα μου τότε.


Δεν είχα αρκετό μυαλό εκείνο τον καιρό για να καταλάβω πόσο καταδικαστικά ήταν για μένα τα φαινόμενα, ή για να έρθω στη θέση των άλλων. Έμενα στη δική μου, και το μόνο που καταλάβαινα ήταν η αγριότητα μιας φριχτής τιμωρίας για ένα κακό που δεν είχα κάνει. Τον σωματικό πόνο, όσο δυνατός κι αν ήταν, ούτε που τον ένιωθα· εκείνο που αισθανόμουν ήταν η αγανάκτηση, η οργή, η απελπισία. Ο ξάδερφός μου, κατηγορούμενος κι αυτός για μια παρόμοια υπόθεση, και έχοντας τιμωρηθεί για κάτι που είχε κάνει κατά λάθος σαν να ήταν εσκεμμένο, εξαγριώθηκε κι αυτός μαζί μ' εμένα και κατά κάποιον τρόπο συντόνισε το μένος του με το δικό μου. Πλαγιασμένοι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλιαζόμαστε με μια έξαλλη μανία, σφιγγόμαστε σπασμωδικά μέχρι που σκάγαμε, και όταν οι μικρές καρδιές μας ξαλάφρωναν λιγάκι και μπορούσαν να ξεσπάσουν, σηκωνόμαστε καθιστοί και φωνάζαμε εκατό φορές με όλη μας τη δύναμη: Carnifex! Carnifex! Carnifex!
Ακόμα και τώρα που γράφω γι' αυτό, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αυτές τις στιγμές δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ, έστω κι αν ζήσω εκατό χιλιάδες χρόνια. Η πρώτη αυτή αίσθηση της βίας και της αδικίας χαράχτηκε τόσο βαθιά στην ψυχή μου, που οτιδήποτε σχετίζεται μαζί της μου ξαναφέρνει την πρώτη μου οργή. Κι αυτό το αίσθημα, όσο προσωπικό κι αν ήταν στην αρχή, έγινε τόσο αυθυπόστατο και αποσπάστηκε τόσο πολύ από κάθε ιδιοτέλεια, ώστε στη θέα ή στο άκουσμα της όποιας αδικίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το θύμα της και οπουδήποτε κι αν συντελείται, γίνομαι πάντα πυρ και μανία, σαν να είμαι εγώ αυτός που την υφίσταται. Όταν διαβάζω για τα εγκλήματα ενός βάναυσου τυράννου, για τις αθλιότητες ενός πανούργου κληρικού, θέλω να πάω να σφάξω αυτούς τους αχρείους, έστω κι αν είναι να πληρώσω εκατό φορές με τη ζωή μου. Μου έτυχε πάμπολλες φορές να ιδρώσω κυνηγώντας ή πετροβολώντας έναν κόκορα, μια αγελάδα, ένα σκυλί ή όποιο ζώο έβλεπα να βασανίζει ένα άλλο μόνο και μόνο επειδή αισθανόταν ισχυρότερο. Αυτή η αντίδραση μπορεί να είναι εγγενής στον χαρακτήρα μου, και προσωπικά πιστεύω πως είναι· αλλά η ανεξίτηλη ανάμνηση της πρώτης αδικίας που ένιωσα πάνω μου δέθηκε τόσο νωρίς και τόσο άρρηκτα μαζί της, που αποκλείεται να μην τη δυνάμωσε.

Εκεί σήμανε το τέλος της γαλήνιας παιδικής μου ζωής. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε η ανέφελη ευτυχία που ήξερα· και ακόμα και σήμερα έχω την αίσθηση πως η ανάμνηση της μαγείας των παιδικών μου χρόνων σταματάει εδώ. Μείναμε ακόμα λίγους μήνες στο Μποσσέ. Ζούσαμε όπως λένε ότι ζούσε ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν ακόμα στον επίγειο παράδεισο αλλά χωρίς να τον απολαμβάνει πια. Φαινομενικά ήταν η ίδια κατάσταση, αλλά στην ουσία μια εντελώς άλλη ζωή.
 Η αγάπη, ο σεβασμός, η οικειότητα, η εμπιστοσύνη δεν έδεναν πια τους μαθητές με τους δασκάλους τους· δεν τους βλέπαμε πια σαν θεούς που διάβαζαν τα φύλλα της καρδιάς μας· ντρεπόμαστε λιγότερο να κάνουμε κάτι κακό και φοβόμαστε περισσότερο μη μας ανακαλύψουν· αρχίσαμε να κρυβόμαστε, να επαναστατούμε, να λέμε ψέματα. Όλα τα ελαττώματα της ηλικίας μας μόλυναν την αγνότητά μας και αμαύρωσαν τα παιχνίδια μας. 

Ακόμα και η εξοχή είχε χάσει στα μάτια μας εκείνη την απλή και γλυκιά γοητεία που ανοίγει την καρδιά· μας φαινόταν έρημη και καταθλιπτική· ήταν λες και την είχε σκεπάσει ένα πέπλο που έκρυβε από μας την ομορφιά της. Σταματήσαμε να καλλιεργούμε τα περιβολάκια μας, τα λαχανικά μας, τα λουλούδια μας. Δεν τρέχαμε πια να ξύσουμε ελαφρά το χώμα, αλαλάζοντας από χαρά μόλις ανακαλύπταμε το βλασταράκι του σπόρου που είχαμε φυτέψει. 
Τη βαρεθήκαμε αυτή τη ζωή· μας βαρέθηκαν κι εμάς οι άλλοι. Ο θείος μου μας ξαναπήρε πάλι στο σπίτι, και αποχαιρετήσαμε τον κύριο και τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ έχοντας απαυδήσει οι μεν από τους δε και χωρίς να λυπηθούμε για τον χωρισμό μας.

[πηγή: Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, τ. Α', Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σ. 18-24]

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ουγκώ... θα 'ναι ευτυχισμένοι 23 May 2017 9:30 PM (7 years ago)

Προσδοκίες, διαψεύσεις, ελπίδες και πάλι από την αρχή. Ένα απόσπασμα από το έργο του μεγάλου συγγραφέα που μας βάζει ερωτήματα


 «ΠΟΛΙΤΕΣ, ΑΝΑΛΟΓΙΖΕΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ; Οι δρόμοι των πολιτειών πλημμυρισμένοι φως, πράσινα κλαδιά στα κατώφλια, τα έθνη αδελφωμένα, οι άνθρωποι δίκαιοι, οι γερόντοι να ευλογούν τα παιδιά, το παρελθόν αγαπημένο με το παρόν, οι διανοούμενοι με απόλυτη ελευθερία (...) πουθενά μίση, αδερφοσύνη του εργαστηριού με το πανεπιστήμιο, η κοινοποίηση μόνη τιμωρία κι αμοιβή, εργασία για όλους, δικαιοσύνη για όλους, ειρήνη για όλους, όχι πια αιματοχυσίες, όχι πια πόλεμοι, οι μητέρες ευτυχισμένες! (...)

ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΜΕ, ΠΟΛΙΤΕΣ; Στην επιστήμη που θάχει γίνει κυβέρνηση, στη δύναμη των πραγμάτων που θάχει γίνει δημόσια δύναμη, στον φυσικό νόμο που θάχει μέσα του την κύρωση και την καταδίκη και που θα εφαρμόζεται με τη γνωστοποίηση, σε μια ανατολή της αλήθειας αντίστοιχη με την ανατολή της ημέρας. Βαδίζουμε προς την ένωση των λαών. Βαδίζουμε προς την ενότητα του ανθρώπου. (...). Άκου με εσύ, Φεγύ, ατρόμητε εργάτη, άνθρωπε του λαού, άνθρωπε των λαών. Σε προσκυνώ. Ναι, εσύ βλέπεις καθαρά τους μελλούμενους καιρούς. Ναι, έχεις δίκιο εσύ. Δεν είχες ούτε πατέρα ούτε μητέρα, Φεγύ. Και υιοθέτησες για μητέρα σου την ανθρωπότητα και για πατέρα σου το δίκιο. Πρόκειται να πεθάνεις εδώ, δηλαδή να θριαμβεύσεις. Ό,τι και να γίνει σήμερα, πολίτες, είτε ηττηθούμε είτε νικήσουμε, πάντως θα κάνουμε μια επανάσταση. Όπως οι πυρκαγιές φωτίζουν όλη την πόλη, το ίδιο κι οι επαναστάσεις φωτίζουν όλο το ανθρώπινο γένος (...)».

 « (...) ΠΟΛΙΤΕΣ, Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ, αλλά ο εικοστός θάναι ευτυχισμένος. Τίποτε δεν θα μοιάζει τότε με την παλιά ιστορία. Δεν θάχουν πια να φοβηθούν, όπως σήμερα, μια εκστρατεία, μια εισβολή, έναν σφετερισμό, έναν ένοπλο ανταγωνισμό εθνών, μια διακοπή πολιτισμού που να εξαρτάται από ένα γάμο βασιλιάδων, μια γέννηση στις κληρονομικές δεσποτείες, ένα μοίρασμα εθνών με συνέδριο, ένα διαμελισμό έπειτ’ από πτώση μιας δυναστείας, μια διαμάχη θρησκειών που να σμίγουν αντιμέτωπες, σαν δυο τράγοι μέσα απ’ τα σκοτεινά, πάνω στη γέφυρα τ’ απείρου. Δεν θάχουν πια να φοβηθούν την πείνα, την εκμετάλλευση, την πορνεία από απόγνωση, την ανέχεια από ανεργία, ούτε τη λαιμητόμο, ούτε το σπαθί, ούτε τις μάχες, ούτε τις ληστείες της τύχης μέσα στο δάσος των ιστορικών συμβάντων. Θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε: Δεν θα υπάρχουν τέτοια συμβάντα. Θάναι ευτυχισμένοι. Το ανθρώπινο γένος θα εκπληρώνει την αποστολή του όπως η γήινη σφαίρα διανύει την τροχιά της (...).

 ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΙΛΩ, είναι μια ώρα ζοφερή. Αλλ’ αυτό είναι το τρομερό τίμημα του μέλλοντος. Μια επανάσταση είναι ένας δασμός. Ω, το ανθρώπινο γένος θ’ απελευθερωθεί, θ’ ανυψωθεί, θα παρηγορηθεί! Το εγγυόμαστε εμείς σε τούτο το οδόφραγμα. Από πού θ’ αντηχήσει η κραυγή της αγάπης, αν όχι από το ύψος της θυσίας; Αδέρφια μου, εδώ είναι το ενωτικό σημείο εκείνων που έχουν φρονήματα κι εκείνων που υποφέρουν.

 ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΟ ούτε με πέτρες ούτε με καδρόνια ούτε με σιδερικά. Είναι καμωμένο από δυο συσσωρεύσεις, τη συσσώρευση των ιδεών και τη συσσώρευση των πόνων. Η δυστυχία ανταμώνει εδώ με το ιδανικό. Η μέρα αγκαλιάζει τη νύχτα και της λέει: "Θα πεθάνω μαζί σου και θ' αναστηθείς μαζί μου". Από τη σύσφιξη όλων των θλίψεων αναπηδά η πίστη. Τα βάσανα προσκομίζουν εδώ την αγωνία τους και οι ιδέες την αθανασία τους. Αυτή η αγωνία κι αυτή η αθανασία θα σμίξουν και θα συνθέσουν τον θάνατό μας. Αδέρφια, όποιος πεθαίνει εδώ, πεθαίνει μεσ’ στην ακτινοβολία του μέλλοντος. Θα μπούμε σ’ έναν τάφο φωτόλουστον από αυγή».

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ, Οι Άθλιοι, σε μετάφραση Γιώργου Κοτζιούλα, εκδόσεις Δάρεμα 1955.

 Ο Βίκτορ Ουγκώ (26 Φεβρουαρίου 1802-22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική, μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό Προ πάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.

[Πηγή: www.doctv.gr]

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Βερλαίν, Ρεμπώ, θυελλώδεις έρωτες και έκλυτη ζωή 18 Nov 2016 10:29 PM (8 years ago)



               Στη δημοπρασία το περίστροφο με το οποίο ο Βερλαίν πυροβολεί τον Ρεμπώ

10 Ιουλίου 1873. Μεσημέρι σε δωμάτιο ξενοδοχείου της οδού Μπρασέρ, στις Βρυξέλελες. Ο 29χρονος ποιητής Πωλ Βερλαίν πυροβολεί με περίστροφο τον 18χρονο συνάδελφο και εραστή του, Αρθούρο Ρεμπό.
Μια σφαίρα τραυματίζει τον νεαρό πάνω από την άρθρωση του καρπού, ενώ η άλλη εποστρακίζεται πάνω στο τζάκι και καταλήγει στον τοίχο. Πρόκειται για τους διασημότερους πυροβολισμούς της γαλλικής λογοτεχνίας, οι οποίοι όμως σήμαναν και το τέλος της θυελλώδους ερωτικής σχέσης των δύο Γάλλων ποιητών.
Αυτό ακριβώς το περίστροφο του Βερλαίν θα διατεθεί προς πώληση στις 30 Νοεμβρίου, σε πλειστηριασμό του οίκου Κρίστις στο Παρίσι.
Το όπλο του εγκλήματος είναι ένα εξάσφαιρο περίστροφο και διαμετρήματος 7 χιλιοστών που ο Βερλαίν αγόρασε το ίδιο πρωί από έναν οπλοποιό των Βρυξελλών, μαζί μ' ένα κουτί με 50 σφαίρες.
Το περίστροφο, ενός μοντέλου πολύ συνηθισμένου την εποχή εκείνη, κατασχέθηκε από την αστυνομία, επεστράφη στην οπλοποιία Μοντινί και παραχωρήθηκε το 1981, όταν έκλεισε αυτό το κατάστημα, στον σημερινό ιδιοκτήτη του, ο οποίος αποφάσισε να το πωλήσει. Η τιμή του εκτιμάται από 50.000 έως 60.000 ευρώ.
Η θυελλώδης ερωτική σχέση των δύο ποιητών

Ο Πωλ Βερλαίν είχε παντρευτεί τον Αύγουστο του 1870 τη δεκαεξάχρονη Ματίλντ Μοτέ. Το Σεπτέμβριο του 1871 πιθανότατα γνωρίζει τον Αρθούρο Ρεμπώ γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στη ζωή του. Περιπλανήθηκε μαζί του στη βόρεια Γαλλία και στο Βέλγιο, εγκαταλείποντας τον Ιούλιο του 1872 τη σύζυγό και το νεογέννητο γιο του, Ζωρζ.
Ο καβγάς ανάμεσα στους δύο άνδρες άρχισε τον Μάιο του 1873 στο Λονδίνο. Ο έρωτας του Βερλαίν με τον Ρεμπώ είχε γίνει θυελλώδης. Ο Βερλαίν επιδιώκει παράλληλα να αποκαταστήσει τη σχέση του με την γυναίκα του. Έπειτα από έναν ακόμη διαπληκτισμό, εγκαταλείπει τον νεαρό εραστή του και φεύγει για τις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ τον ακολουθεί και ξεσπούν νέοι καβγάδες.
Ο Βερλαίν έχει τάσεις αυτοκτονίας, ο Ρεμπώ λέει πως θα καταταγεί στον στρατό. Μεθούν, κλαίνε, γνωρίζουν την απελπισία των ερώτων που τελειώνουν. Πριν τον πυροβολήσει, ο Ρεμπώ αφηγείται ότι ο Βερλαίν του είπε: «Έι! Θα σε μάθω εγώ να θέλεις να φύγεις!».
Αφού τον περιποιήθηκαν στο νοσοκομείο, ο Ρεμπώ σκέφτεται να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες. Ο Βερλαίν τον απειλεί και πάλι με το όπλο του μέσα στον δρόμο. Ο Ρεμπό φωνάζει έναν αστυνομικό που τους συλλαμβάνει όλους.
Ο συγγραφέας των «Poemes saturniens» θα συλληφθεί, θα δικαστεί και θα καταδικαστεί τον Αύγουστο του 1873 σε δύο χρόνια φυλακή, όπου θα περάσει 555 ημέρες. Εκεί ο Βερλαίν θα γράψει τα 32 ποιήματα του «Cellulairement», τα οποία θα κατανείμει στις συλλογές «Sagesse», «Jadis et naguere», «Parallelement», «Invectives». Ο Ρεμπώ επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας του, και αρχίζει να γράφει το «Μια εποχή στην κόλαση».
Οι Βερλαίν και Ρεμπώ θα ξαναειδωθούν για μια τελευταία φορά μετά την αποφυλάκιση του πρώτου, τον Φεβρουάριο 1875 στη Στουτγάρδη. Εκεί πραγματοποιείται μία αποτυχημένη προσπάθεια επανασύνδεσης, ενώ ο Ρεμπώ θα παραδώσει στον φίλο του το χειρόγραφο των «Εκλάμψεων».

Αρθούρος Ρεμπό, αποσπάσματα από τις «εκλάμψεις» 
Παραμύθι
Ένας πρίγκηπας είχε θιγεί γιατί δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με κάτι έξω από την τελειότητα των χυδαίων γενναιοδωριών. Προέβλεπε εκπληκτικές επαναστάσεις του έρωτα, και υποψιάζονταν τις γυναίκες του ότι μπορούσαν κάτι καλύτερο από την ευπροσηγορία τούτη πλουμισμένη από ουρανό και πολυτέλεια. Ήθελε να δει την αλήθεια, την ώρα της ουσιαστικής λαχτάρας και της ικανοποίησης. Είτε αυτό υπήρξε μια απόκλιση από την ευσέβεια είτε όχι, το θέλησε. Κατείχε τουλάχιστον μιαν αρκετά πλατιά ανθρώπινη εξουσία.
Όλες οι γυναίκες που τον είχαν γνωρίσει δολοφονήθηκαν. Τι λεηλασία στο πάρκο του περιβολιού της ομορφιάς! Κάτω από την σπάθη, τον ευλόγησαν. Δεν παρήγγειλε καθόλου καινούριες. — Οι γυναίκες ξαναφάνηκαν.
Σκότωσε όλους αυτούς που τον ακολουθούσαν, μετά το κυνήγι ή τις οινοποσίες.
— Όλοι τον ακολουθούσαν.
Διασκέδασε σφάζοντας τα ζώα πολυτελείας. Πυρπόλησε τα παλάτια. Εφορμούσε πάνω στους ανθρώπους και τους τεμάχιζε. — Το πλήθος, οι χρυσαφένιες στέγες, τα ωραία ζώα υπήρχαν ακόμη.
Μπορεί κανείς να εκστασιάζεται στο χαλασμό, να ξανανιώνει από την θηριωδία! Ο λαός δεν μουρμούρισε. Κανείς δεν προσέφερε την συνδρομή των βλεμμάτων του.
Κάποιο βράδυ κάλπαζε περήφανα. Ένα Πνεύμα φάνηκε μίας άφατης ομορφιάς, ακόμη και ανομολόγητης. Από την φυσιογνωμία και την στάση του έβγαινε η υπόσχεση ενός έρωτα πολλαπλού και περίπλοκου! μιας ευτυχίας ανείπωτης, σχεδόν ανυπόφορης! Ο Πρίγκιπας και το Πνεύμα εκμηδενίστηκαν πιθανόν μέσα στην ουσιαστική υγεία. Πως θα μπορούσαν να μην πεθάνουν απ' αυτήν;
Μαζί λοιπόν πέθαναν.
Αλλά ο Πρίγκιπας αυτός απεβίωσε, στο παλάτι του, σε μια συνηθισμένη ηλικία. Ο Πρίγκιπας ήταν το Πνεύμα . Το Πνεύμα ήταν ο Πρίγκιπας.
Η σοφή μουσική παραμελεί την λαχτάρα μας.
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, Εκδόσεις Ηριδανός


Ξεκίνημα
Αρκετά είδα. Το όραμα αντάμωσα σε όλους τους αιθέρες.
Αρκετά πήρα. Βόμβος των πόλεων , το βράδυ και στον ήλιο και πάντα .
Αρκετά γνώρισα . Τις στάσεις της ζωής .
Ω Βόμβοι και οράματα .
Ξεκίνημα μέσα σε καινούργιες αγάπες και θορύβους!
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, εκδόσεις Ηριδανός


Πρωινό Μέθης
Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.

Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα  που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, εκδόσεις Ηριδανός





Πόλεμος
Όταν ήμουνα παιδί, κάποιοι ουρανοί ξεκαθάρισαν την όρασή μου: όλοι οι χαρακτήρες χρωμάτισαν την προσωπικότητά μου. Διαταράχτηκαν τα Φαινόμενα. - Τώρα, η αιώνια ροή των στιγμών και η απεραντοσύνη των μαθηματικών με διώχνουν απ' αυτό τον κόσμο όπου υπομένω όλες τις επιτυχίες του πολίτη, σεβαστός για την παράξενη παιδική μου ηλικία και για τα απέραντα πάθη. - Σκέπτομαι ένα πόλεμο, για το δίκιο ή για τη βία, με πολύ αναπάντεχη λογική.
Είναι τόσο απλό, όσο μια μουσική φράση.
20 πεζά ποιήματα, εκδ. Χ. Μπούρας, μετάφραση: Εύα Μυλωνά - Αντώνης Κέπετζης.



Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Βίκτωρ Ουγκό - Οι Εργάτες της Θάλασσας 10 Nov 2016 12:25 PM (8 years ago)


 ΟΙ Εργάτες της Θάλασσας ( οι ναυτικοί δηλαδή) είναι ένα μυθιστόρημα του Βίκτωρ Ουγκό, που εκδόθηκε το 1866, κατά την διάρκεια της εξορίας του συγγραφέα στο νησί του Guernesey. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο υμνεί την τεχνολογική πρόοδο της εποχής. Το μυθιστόρημα αφηγείται τη δημιουργία του πρώτου ατμόπλοιου στη θάλασσα της Μάγχης, στα αφιλόξενα βράχια του νησιού όπου ο συγγραφέας (Βίκτωρ Ουγκό)είναι εξόριστος.

Ο ηλικιωμένος πλοικτήτης Lethierry έχει στην κατοχή του ένα απο τα πρώτα ατμόπλοια της εποχής στο οποίο έχει δώσει το όνομα Durande. Το ατμόπλοιο αυτό διασφαλίζει τη μεταφορά ανάμεσα στο Σαιν-Μαλό και το νησί Guernesey. Οι ψαράδες όμως και οι ναυτικοί του νησιού παρακολουθούν με αμφιβολία τον αθέμιτο ανταγωνισμό που έχει προκαλέσει. Ο υποκριτής συνεργάτης του Lethierry και καπετάνιος της Durande αποφασίζει να βυθίσει το πλοίο και να φύγει κρυφά στην Αγγλία. Το πλοίο καταστρέφεται εντελώς, αλλά η μηχανή του έχει μείνει ανέπαφη. Κανένας όμως δεν δέχεται να ανελκύσει τη μηχανή απο τα σκοτεινά, αφιλόξενα και φονικά βράχια. Έτσι ο Lethierry ανακοινώνει ότι προσφέρει το χέρι της πανέμορφης ανηψιάς του, της Deruchette, στον γενναίο που θα του φέρει πίσω τη μηχανή του πλοίου. Ένας ψαράς, ο Gilliat, ο οποίος είναι ένας πραγματικός θαλασσόλυκος, προσφέρεται ν΄ ανελκύσει τη μηχανή του πλοίου καθως είναι ήδη ερωτευμένος με την Deruchette. Μετά από συνεχείς και μακρόχρονες δυσκολίες ο «εργάτης της θάλασσας» Gilliat καταφέρνει τελικά να παραδώσει πίσω τη μηχανή του βυθισμένου ατμόπλοιου, αλλά με μεγάλη απογοήτευση ανακαλύπτει ότι η Deruchette είναι ερωτευμένη με το νεαρό πάστορα της περιοχής...

Κανένα έργο του Βίκτορα Ουγκό δεν αντικατοπτρίζει μια τόσο βαθιά θλίψη όσο αυτό. Το μυθιστόρημα μπορεί να ξεκινάει σαν μια ευχάριστη ιστορία αλλα καταλήγει όπως ένας εφιάλτης.


Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Γκιγιώμ Απολλιναίρ 8 Sep 2015 2:32 AM (9 years ago)



Αρχηγός της αβάν-γκαρντ σκηνής του Παρισιού στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Απολλιναίρ διέσχισε την απόσταση από τους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας ως τον ορφισμό, το κυνήγι των ονείρων και τον σουρεαλισμό. Ένας υπερβατικός σκηνοθέτης σε κάποιο θέατρο του δρόμου, ο οποίος προ του α΄ παγκοσμίου πολέμου πίστευε ότι ούτε μέσω μιας ανακατάληψης της Βαστίλης δεν ανανεώνεται ο κόσμος τόσο όσο μέσω της ζωγραφικής, της ποίησης και της τέχνης.

Γνήσιος περιπλανώμενος ο ίδιος, δε θα γινόταν να μην εγχέει στα ποιήματα του  συμβολισμούς των μεγάλων περιπατητών των αιώνων, όπως ο Ορφέας ή ο Διόνυσος. Έτσι και σ' ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του, τον Μουσικό της Σαν Μερί (Le musicien de Saint-Merry, από την ενότητα Κύματα της συλλογής Calligrammes του 1918), ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire, 1880-1918) μάς ξεναγεί στο παρισινό σκηνικό του 1913, με βήματα που ανασαίνουν το παρελθόν, περνάνε δίπλα από τις κοινές γυναίκες του Μαραί και καταλήγουν στο ρημαγμένο σπίτι της εγκατάλειψης.
Ποίημα με φαινομενικά ασύνδετες αναφορές -όπως ασύνδετοι είναι κάποτε οι συνειρμοί ενός ανθρώπου που τριγυρνάει στους δρόμους-, ο Μουσικός της Σαν Μερί ίσως γεννήθηκε σε κάποια από τις εξορμήσεις του Απολλιναίρ στην πόλη, σαν ετούτη που επικαλείται ο Ζαν Μολλέ:
«Οι δρόμοι ήταν εντελώς άδειοι. Ούτε μια γάτα, ούτε ένα αυτοκίνητο. Σε μια αυλή προσέξαμε έναν μουσικό κι έναν τραγουδιστή κυκλωμένους από μια ομάδα ανθρώπων που έλεγαν και ξανάλεγαν το ρεφραίν ενός τραγουδιού. Σου γεννιόταν η εντύπωση ότι όλοι οι δρόμοι είχαν αδειάσει τους διαβάτες τους μέσα σ' εκείνη την αυλή».

Ουσιαστικά όμως, στον Μουσικό ο Απολλιναίρ δεν επιθυμεί να μας μιλήσει για το παρόν. Και δεν επιθυμεί για τον απλό λόγο ότι δε θέλει να ζει μέσα σε αυτό, ειδικά όταν αυτό το ίδιο τού αρνιέται την ανταπόδοση του έρωτα. Κολλημένος σε έναν τόπο μεταξύ κόλασης και παράδεισου, χωρίς ηθικά διδάγματα ή διάθεση να επιφέρει κάθαρση, ο ποιητής αποστασιοποιημένος οδηγεί τις γυναίκες του στο σπίτι της απώλειας. Και είναι, η απώλεια, όλη δική του. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου αντιμετωπίζει το τέλος της σχέσης του με την ερωμένη του Μαρί Λωρενσέν, που μετά από αρκετές προσπάθειες επανασύνδεσης τον εγκαταλείπει οριστικά για να παντρευτεί έναν γερμανό ζωγράφο. Τότε κι εκείνος καταφεύγει στο φαλλικό σύμβολο του μουσικού με το φλάουτο, έναν ροδαλό Διόνυσο που σέρνει ξοπίσω  στο πέρασμά του τις μαινάδες, πιστές και έτοιμες να δώσουν στον αδύναμο Ορφέα τον τραγικό του θάνατο.

Είναι όμως ο Μουσικός μόνο αυτό;

Η απάντηση είναι αναπόφευκτα όχι. Όχι την ώρα που η παλλόμενη πομπή, που τον ακολουθεί σαν άλλον αυλητή του Χάμελιν, περνάει από τα ίδια μέρη με την εξέγερση του 1832• την απεργία των αρτοποιών  του 1913 με τις μακριές ουρές της οδού Βερερί έξω από τα μοναδικά δύο αρτοποιεία που έδιναν ψωμί υπό το φόβο των επιστρατευμένων στρατιωτών• τη διαδρομή των μοναρχών προς το παλάτι της Βενσέν, όπου στράφηκε η λαϊκή οργή των εξαγριωμένων εργατών μετά την κατάληψη της Βαστίλης, και όπου αργότερα στεγάστηκαν οι γυναικείες φυλακές του Παρισιού προτού ξεπέσει οριστικά σε αποθήκη όπλων. Αυτές οι αναφορές δίνουν στον Μουσικό μία αφηγηματική χροιά του ιστορικού κύκλου μοναρχίας-εξέγερσης-μοναρχίας, χροιά πιο έντονη στη θεατρική παντομίμα «τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι», που ένα χρόνο αργότερα ο Απολλιναίρ βάσισε στην ιδέα του ποιήματος.


Προς το παρόν, στον Μουσικό της Σαν Μερί ο Απολλιναίρ καταλήγει να στέκεται εκεί που όλοι έχουν χαθεί, όλοι εκτός από τον ίδιο κι από έναν ιερέα, ίσως τον ισχνό φιλομονάρχη κληρικό Σουζέρ (Suger), αρχιτέκτονα του Αγίου Διονύσου του Παρισιού (Saint-Denis). Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Απολλιναίρ λοιπόν σκοτώνει τις γυναίκες του -κι ίσως ακόμα κι αυτά τα θηλυκά σύμβολα της επανάστασης, της ομορφιάς και της αγάπης-, που απομακρύνονται:

«...χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους
Χωρίς να λυπηθούν γι' αυτό που αφήσαν
Γι' αυτό που εγκατέλειψαν
Χωρίς να μετανιώσουν για τη μέρα τη ζωή και την ανάμνηση»,

την ίδια ώρα που σώζει τις γυναίκες του, οδηγώντας τες στην αθανασία:

«Ω νύχτα
Αγέλη των νωχελικών βλεμμάτων γυναικών
Ω νύχτα
Εσύ ο πόνος μου και η μάταιη προσμονή μου»

Είναι ο περιπατητής του κόσμου και των άστρων έξω απ' όσα εμείς γνωρίζουμε. Το πρόσωπό του δεν θέλει να μας το δείξει. Είναι για εμάς ο άνδρας χωρίς πρόσωπο. Κι ακόμα, χωρίς παρόν και μέλλον. Εκεί στο τέλος του δρόμου, ο Απολλιναίρ ακούει τον σκοπό του να χάνεται, καθώς ο μελωδικός απαγωγέας της θλίψης αρπάζει την πομπή από τα μάτια του, κι αυτόνομος πια τού την στερεί για πάντα, αφήνοντας τον σε ένα νεκρωμένο τοπίο της πόλης. Κι όταν έχουν όλα τόσο παράδοξα αφανιστεί, ποιός μπορεί να βεβαιώσει τον ποιητή ότι δεν είναι ο ίδιος που έχει περάσει στην αντίπερα όχθη;

O Μoυσικός της Σαν Μερί
Έχω επιτέλους το δικαίωμα να χαιρετάω υπάρξεις που δεν ξέρω
Περνούν από μπροστά μου και συνωστίζονται από μακριά
Την ώρα που όλο αυτό που αντικρίζω μού είναι άγνωστο
Και η ελπίδα τους δεν είναι λιγότερο δυνατή απ' τη δικιά μου
Δεν τραγουδώ αυτόν τον κόσμο ούτε τα άλλα άστρα
Τραγουδώ όλες τις πιθανότητες που είναι δικιές μου έξω απ' αυτόν τον κόσμο κι από τ' άστρα
Τραγουδώ την χαρά τού να περιπλανιέσαι και την ευχαρίστηση τού έτσι να πεθαίνεις
Την 21η του μηνός Μαΐου 1913
Βαρκάρη των νεκρών και κουδουνιστές θανατοδότρες της Μερί
Μυριάδες μύγες αναρριπίζανε ένα μεγαλείο
Όταν ένας άνδρας χωρίς μάτια χωρίς μύτη και χωρίς αυτιά
Πίσω του αφήνοντας τη Σεμπαστό πέρασε στην οδό Ομπρί λε Μπουσέ
Νέος ο άνδρας ήτανε καστανός και με το χρώμα της φράουλας στα μάγουλα
Άνδρας Αχ! Αριάδνη
Έπαιζε φλάουτο και η μουσική κατεύθυνε τα βήματά του
Σταμάτησε στη γωνία του δρόμου Σαν Μαρτέν
Παίζοντας τον σκοπό που τραγουδώ και που έχω εφεύρει
Οι γυναίκες που περνούσαν σταμάταγαν κοντά σ' αυτόν
Ερχόντουσαν σε αυτόν από παντού
Όταν μεμιάς οι καμπάνες της Σαν Μερί βάλθηκαν να χτυπάνε
Ο μουσικός σταμάτησε να παίζει και ήπιε από τη βρύση
Που βρίσκεται στη σφήνα της οδού Σιμόν λε Φρανκ
Έπειτα έπαψε η Σαν Μερί
Ο άγνωστος ξαναπήρε τον σκοπό του
Και ξαναβρίσκοντας τα βήματά του περπάτησε μέχρι την οδό της Βερερί
Όπου μπήκε ακολουθούμενος απ' την ορδή των γυναικών
Που βγαίναν απ' τα σπίτια
Που έρχονταν απ' τις εγκάρσιες οδούς τα μάτια τρελαμένα
Τα χέρια απλωμένα προς τον μελωδικό απαγωγέα
Αυτός πήγαινε αδιάφορος παίζοντας τον σκοπό του
Δεινά επήγαινε
Κι ύστερα αλλού
Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι
Εκείνη τη στιγμή
Τα περιστέρια των Μολούκων κουτσουλούσαν περικόχλια μοσχοκάρυδου
Στον ίδιο χρόνο
Αποστολή καθολικών από τη Μπόμα τι έκανες τον γλύπτη
Αλλού
Αυτή διασχίζει μία γέφυρα που ενώνει τη Βόννη με το Μπόιελ (2) και εξαφανίζεται μέσα απ' το  Pützchen
Την ίδια ώρα
Ένα νεαρό κορίτσι ερωτευμένο με τον δήμαρχο
Σε κάποια άλλη συνοικία
Ανταγωνίσου λοιπόν ποιητή με τις ετικέτες των αρωματοποιών
Εν ολίγοις ω σεις που γελάτε δε μάθατε σπουδαία πράγματα απ' τους ανθρώπους
Κι είναι με κόπο που αποσπάσατε λιγάκι γράσο από τη δυστυχία τους
Όμως εμείς που πεθαίνουμε για να ζούμε μακριά ο ένας απ' τον άλλον
Τεντώνουμε τα χέρια μας και πάνω σε αυτές τις ράγες κυλάει μία μακριά εμπορική αμαξοστοιχία
Έκλαιγες καθισμένη δίπλα μου στο πίσω μέρος μιας καμπίνας
Και τώρα
Μοιάζεις σ' εμένα μοιάζεις σ' εμένα δυστυχώς
Μοιάζουμε όπως μέσα στην αρχιτεκτονική του περασμένου αιώνα
Αυτές οι ψηλές καμινάδες μοιάζουν με πύργους
Πηγαίνουμε τώρα πιο ψηλά και πια τη γη δεν ακουμπάμε
Κι έτσι όπως ο κόσμος ζούσε κι εποίκιλε
Η πομπή των γυναικών μακρόσυρτη όπως μια μέρα χωρίς ψωμί
Ακολουθούσε στην οδό της Βερερί τον ευτυχισμένο μουσικό
Πομπές ω πομπές
Είναι όταν μια φορά ο βασιλιάς πήγαινε στη Βενσέν
Όταν οι πρέσβεις έφταναν στο Παρίσι
Όταν ο ισχνός Σουζέρ έσπευδε προς τον Σηκουάνα
Όταν η εξέγερση πέθαινε γύρω απ' τη Σαν Μερί
Πομπές ω πομπές
Οι γυναίκες ξεχείλιζαν τόσο ο αριθμός τους ήταν μεγάλος
Σ' όλους τους δρόμους τους γειτονικούς
Και έσπευδαν αιφνίδιες σαν σφαίρες
Για να ακολουθήσουν τον μουσικό
Αχ Αριάδνη κι εσύ Πακέτ κι εσύ Αμίν
Και συ Μία κι εσύ Σιμόν κι εσύ Μαβίζ
Κι εσύ Κολέτ κι εσύ ωραία Ζενεβιέβ
Περάσανε τρεμάμενες και μάταιες
Και τα βήματά τους αθόρυβα κι σβέλτα πήγαιναν σύμφωνα με τον χτύπο
Της ποιμαντικής μουσικής που οδηγούσε
Τα πεινασμένα τους αυτιά
Ο άγνωστος σταμάτησε μία στιγμή μπροστά σε κάποιο σπίτι που πωλείται
Σπίτι εγκαταλελειμμένο
Με τα παράθυρα σπασμένα
Είναι μια κατοικία του δεκάτου έκτου αιώνα
Η αυλή χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων παραδόσεων
Εκεί είναι που μπήκε ο μουσικός
Η μουσική του που απομακρυνόταν έγινε αχνή
Oι γυναίκες τον ακολούθησαν μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι
Κι όλες εκεί μπήκαν μια ανακατωμένη συστάδα
Όλες όλες εκεί μπήκαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους
Χωρίς να λυπηθούν γι' αυτό που αφήσαν
Γι' αυτό που εγκατέλειψαν
Χωρίς να μετανιώσουν για τη μέρα τη ζωή και την ανάμνηση
Δεν έμεινε κιόλας πια κανείς στην οδό της Βερερί
Μονάχα εγώ ο ίδιος και κάποιος ιερέας από τη Σαν Μερί
Πήγαμε μπήκαμε στο παλιό σπίτι
Αλλά δε βρήκαμε κανέναν
Να εδώ το βράδυ
Στη Σαν Μερί είναι ο Αngélus που ηχεί
Πομπές ω πομπές
Είναι όταν μια φορά ο βασιλιάς γύρναγε από τη Βενσέν
Εκεί ήρθε ένα μπουλούκι καπελάδων
Εκεί ήρθαν έμποροι της μπανάνας
Ήρθαν στρατιώτες της προεδρικής φρουράς
Ω νύχτα
Αγέλη των νωχελικών βλεμμάτων γυναικών
Ω νύχτα
Εσύ ο πόνος μου και η μάταιη προσμονή μου
Ακούω να πεθαίνει ο ήχος ενός φλάουτου μακρινού
Σημειώσεις: (1) Η απεργία των αρτοποιών τον Μάιο του 1913 στο Παρίσι θα αποτελέσει την απαρχή της γενικευμένης απεργίας στον κλάδο των τροφίμων κατά τα τέλη του ίδιου χρόνου (ΣτΜ).. (2) Το Μπόιελ (Beuel) είναι μια συνοικία της Βόννης δίπλα στις όχθες του Ρήνου που συνορεύει με την απομακρυσμένη από τον ποταμό συνοικία Pützchen (ΣτΜ).


Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Όσκαρ Ουάιλντ 6 Sep 2015 7:47 PM (9 years ago)

Η αληθινή τελειότης του ανθρώπου βρίσκεται όχι στο τι έχει, αλλά στο τι είναι. Γι’ αυτό προς το συμφέρον ακριβώς των πλουσίων πρέπει να καταργήσουμε την ιδιοκτησία. Κι η φτώχεια πρέπει να καταργηθεί γιατί ταπεινώνει τον άνθρωπο κι επιβραδύνει την ατομική του ανάπτυξη. Μία μόνο κοινωνική τάξη σκέπτεται το χρήμα περισσότερο απ’ τους πλουσίους, κι αυτή είναι οι… φτωχοί. Οι καλύτεροι ανάμεσα στους φτωχούς δεν ήταν ποτέ ευγνώμονες για την ελεημοσύνη. Είναι αγνώμονες, δυσαρεστημένοι, απείθαρχοι κι επαναστατικοί. Κι έχουν δίκιο να ναι έτσι. Ο άνθρωπος που δε θα'ταν δυσαρεστημένος σε τέτοιο περιβάλλον και σε τέτοιο χαμηλό βιοτικό επίπεδο θα ήταν τέλειο κτήνος. Η πείνα κι όχι η αμαρτία γεννάνε το σύγχρονο έγκλημα. Διαμέσου της ανυπακοής δημιουργήθηκε πάντα η πρόοδος, διαμέσου της ανυπακοής και της επαναστάσεως.Το να συνιστούμε οικονομία στους φτωχούς είναι κάτι τόσο εξωφρενικό, όσο και υβριστικό. Είναι σαν να συμβουλεύουμε έναν που πεινάει να τρώει λιγότερο.
Απόσπασμα από το δοκίμιο του ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ “Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ” μετάφραση: Σ.Α.Γ. από το άρθρο του Σ.Α.Γ. “Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ”
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ.829, 15/1/1962




Από το “Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι”:
Το Πεπρωμένο δεν μας προειδοποιεί. Είναι πολύ σοφό και πολύ άσπλαχνο για να κάνει κάτι τέτοιο.
Τα βιβλία που ο κόσμος ονομάζει ανήθικα είναι βιβλία που δείχνουν στον κόσμο τη ντροπή του.
Όχι, “συγχώρεσε τις αμαρτίες μας”, αλλά “τιμώρησέ μας για τις αμαρτίες μας” θα ‘ πρεπε να ‘ναι η προσευχή του ανθρώπου απέναντι στο Θεό.
BE060435-Οι νέοι στις μέρες μας φαντάζονται πως τα χρήματα είναι το παν.
-Ναι, κι όταν γερνούν το ξέρουν.
Η αμαρτία είναι το μόνο αληθινά χρωματισμένο ένδυμα που απόμεινε στην εποχή μας.
Νέοι που θέλουν να είναι πιστοί, δεν είναι. Γέροι που θέλουν να είναι άπιστοι, δεν μπορούν.
Μπορώ να αντέξω την ωμή βία, αλλά η ωμή λογική είναι ανυπόφορη.
Και η Ομορφιά είναι είδος Ιδιοφυίας – είναι ανώτερη, τελικά από την Ιδιοφυία μια και δεν έχει ανάγκη από εξηγήσεις.
Οι άνθρωποι λένε πότε-πότε πως η Ομορφιά είναι επιπόλαια. Μπορεί. Μα τουλάχιστον δεν είναι τόσο επιπόλαια όσο είναι η Σκέψη.
Στις μέρες μας οι άνθρωποι ξέρουν την τιμή των πάντων μα την αξία κανενός.

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ “ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΪ”
μετάφραση Γ. Χιωτάκης, Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ – ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

tz08a  
1946: Ο Δημήτρης Χορν ως Ντόριαν Γκρέι σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου
(από το αρχείο του Θεοδόση Ισαακίδη)
(ίσως καμιά άλλη φωτογραφία δεν αποτυπώνει με τόση παραστατικότητα το μεγαλείο της υποκριτικής τέχνης του Δ. Χορν)

Ο στόχος της ζωής είναι η ολοκλήρωση του εαυτού, γι’ αυτό είμαστε δω: για να συνειδητοποιήσουμε τη φύση μας τέλεια. Στις μέρες μας οι άνθρωποι φοβούνται τους ίδιους τους εαυτούς τους. Ξέχασαν το μέγιστο καθήκον που ο καθένας χρωστάει στον εαυτό του. Φυσικά είναι ελεήμονες. Ταΐζουν τους πεινασμένους και ντύνουν τους ζητιάνους, μα, οι ίδιες οι ψυχές τους πεινούν και κρυώνουν στη γύμνια τους. Το κουράγιο έχει πια εκλείψει. Ίσως ποτέ να μην υπήρξε. Ο τρόμος για την κοινωνία, που είναι θεμέλιο της ηθικής, ο τρόμος του Θεού, που είναι το μυστικό κάθε θρησκείας, να τα δυο πράγματα που μας κυβερνούν.
Πίστη είναι για τη συναισθηματική ζωή ό,τι η σταθερότητα στη διανοητική ζωή – απλά μια παραδοχή επιτυχίας!
Πάντα! Τι τρομερή λέξη. Ανατριχιάζω σαν την ακούω. Στις γυναίκες αρέσει να τη χρησιμοποιούν. Χαλούν κάθε ρομάντσο προσπαθώντας να το κάνουν να διαρκέσει παντοτινά. Να άλλη μια λέξη χωρίς αντίκρισμα. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα καπρίτσιο και ένα αιώνιο πάθος, είναι πως το καπρίτσιο διαρκεί λίγο περισσότερο.

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ “ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΪ”
μετάφραση Γ. Χιωτάκης, Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ – ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ


Το μοιραίο λάθος του Ουάιλντ ήταν η απόφασή του να μηνύσει το λόρδο Κουίνσμπερι -πατέρα του Άλφρεντ Ντάγκλας- για ένα υβριστικό σημείωμα που έλαβε από αυτόν. Στη δίκη που ακολούθησε ο λόρδος Κουίνσμπερι δεν αρκέστηκε μόνο στην υπεράσπισή του, μα έφερε στο δικαστήριο αρκετούς μάρτυρες -αξιόπιστους και μη- που πιστοποιούσαν την στενή σχέση του Ουάιλντ με άτομα γνωστά για την ομοφυλοφιλία τους. Η δίκη έληξε με πανηγυρική αθώωση του κατηγορουμένου, όμως η απροσδόκητη εξέλιξη συνέβη μόλις πήρε τα πρακτικά της δίκης ο διευθυντής δημόσιων διώξεων -κάτι σαν εισαγγελέας της εποχής-, ο οποίος εξέδωσε ταχύτατα ένταλμα σύλληψης του Ουάιλντ με σκοπό την προσαγωγή του σε δίκη για ομοφυλοφιλία, η οποία εκείνη την εποχή στην Αγγλία ήταν ποινικό αδίκημα. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους για τον Ουάιλντ. Αρκετοί τον συμβούλεψαν να φύγει από την Αγγλία, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να ζήσει εξόριστος και κυνηγημένος. Ακολούθησαν δύο επώδυνες δίκες, η δημόσια διαπόμπευσή του και η τελική καταδικαστική απόφαση που ήταν να φυλακιστεί για δύο χρόνια. Χαρακτηριστικό της απίστευτης διαπόμπευσης στην οποία υποβλήθηκε ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν πως οι δύο γιοι του υποχρεώθηκαν να αλλάξουν επίθετο. 

Στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ μπορείτε να διαβάσετε ένα έξοχο αφιέρωμα στις δικαστικές περιπέτειες του Όσκαρ Ουάιλντ στα τεύχη:
828, 829, 830, 831,832,833, 834, 835

Εμείς από όλο το αφιέρωμα, θα δημοσιεύσουμε ένα μικρό -ίσως ασήμαντο- επεισόδιο από την πρώτη δίκη, στην οποία ο Όσκαρ Ουάιλντ έκανε ένα μικρό αλλά καθόλου ασήμαντο λάθος:

Στο πρώτο ερώτημα του συνηγόρου του απάντησε ως εξής:
ΟΥΑΪΛΔ: Είμαι ο μηνυτής εις την παρούσαν υπόθεση. Είμαι 39 ετών. Ο πατέρας μου ήταν ο Σερ Ουίλιαμ Ουάιλδ, γιατρός στου Δουβλίνο και πρόεδρος της επιτροπής της Απογραφής.
Στο άκουσμα της ηλικιας του Ουάιλδ, ο Κάρσον, ο συνήγορος του Κουήνσμπερι, έσπευσε να κρατήσει μια σημείωση. Τι είχε συμβεί; Ο Ουάιλδ, κατεχόμενος απ’ την ιδέα πως θάκανε κακή εντύπωση στους ενόρκους η διαφορά μεταξύ 40 και 20, όση ήταν η διαφορά της ηλικίας μεταξύ του Ντάγκλας και της δικής του, σκέφτηκε να μικρύνει τη δική του με την αντίληψη πως το 39 θα χτυπούσε λιγότερο στ’ αυτί απ’ το 41. Λησμόνησε όμως πως ο Κάρσον ήταν συμμαθητής και συνομήλικός του. Κι έτσι με το ανόητο αυτό ψέμα τούδινε ένα πρώτο αιχμηρό βέλος που αυτός θα το χρησιμοποιούσε σε λίγο για να τον πλήξει στο πιο ευπρόσβλητο σημείο του: την αξιοπιστία του.
Λένε πως ο Κάρσον έδινε μεγάλη σημασία στο ποια θα ήταν η πρώτη ερώτηση που θάκανε στον αντίπαλό του, ώστε να τον βάλει σε ψυχολογικώς μειονεκτική θέση. Και βεβαιώνουν ακόμα πως μπαίνοντας την πρώτη μέρα στη δίκη δεν είχε βρει ακόμη το αντικείμενο απάνω στο οποίο θάκανε την πρώτη του ερώτηση στο φοβερό αντίδικό του. Η ψεύτικη δήλωση του Ουάιλδ για την ηλικία του του τόδωσε: Έτσι μόλις ετέλειωσε τις ερωτήσεις του ο Κλαρκ, σηκώθηκε αμέσως ο Κάρσον για ν’ αρχίσει την αντεξέταση του Ουάιλδ. Κι η πρώτη ερώτησή του ήταν:
ΚΑΡΣΟΝ: Είπατε ότι είστε ηλικίας 39 ετών. Νομίζω ότι είστε υπέρ τα 40. Εγεννήθητε στις 16 Οκτωβρίου 1854;
ΟΥΑΪΛΔ: Δεν επιθυμώ να ποζάρω για νέος. Είμαι 39 ή 40 ετών. Έχετε το πιστοποιητικό της γεννήσεώς μου κι αυτό λύει το ζήτημα.
ΚΑΡΣΟΝ: Αλλ’ εφόσον εγεννήθητε το 1854, σημαίνει ότι είσαστε υπέρ τα 40;
ΟΥΑΪΛΔ: Α! Έχει καλώς.
ΚΑΡΣΟΝ: Τι ηλικίας είναι ο Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας;
ΟΥΑΪΛΔ: Είναι περίπου 24 ετών και όταν γνωριστήκαμε για πρώτη φορά ήταν μεταξύ 20 και 21 χρονών.
απόσπασμα από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 830, 1/2/1962

Φράσεις και σκέψεις του:
Οι γέροι πιστεύουν τα πάντα: οι μεσήλικες υποπτεύονται τα πάντα: οι νέοι γνωρίζουν τα πάντα.
Δεν μπορεί να είναι κανείς προσεκτικός στην επιλογή των εχθρών του.
Η φιλοδοξία είναι το τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας.
Τα παιδιά στην αρχή αγαπούν τους γονείς τους· μεγαλώνοντας τους κρίνουν· κάποτε τους συγχωρούν.
Υπάρχει κάτι μοιραίο στις καλές αποφάσεις. Παίρνονται ανεξαιρέτως πολύ νωρίς.



   
  
DorianGray_DVDInsert_AW.indd  
2009: Ο Μπεν Μπαρνς ως Ντόριαν Γκρέι στην ταινία του Όλιβερ Πάρκερ 
  
Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να υποκύψεις σ’ αυτόν. 
Όταν ερωτεύεσαι, αρχίζεις με το να ξεγελάς τον εαυτό σου και τελειώνεις με το να απατάς τους άλλους. 
Είναι λυπηρό σαν το σκεφτείς, μα δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ιδιοφυία διαρκεί περισσότερο από την Ομορφιά. Αυτή είναι η αιτία για τις προσπάθειές μας να υπερμορφωθούμε. Στον άγριο αγώνα για επιβίωση, θέλουμε να έχουμε κάτι σταθερό, κι έτσι γεμίζουμε τα μυαλά μας με σκουπίδια και γεγονότα, έχοντας την ηλίθια ελπίδα πως διαρκούν παντοτινά. Ο καλοπληροφορημένος άνθρωπος: ιδού το μοντέρνο ιδανικό. Και το μυαλό αυτού του ανθρώπου είνα κάτι το απαίσιο. Είναι σαν ένα μαγαζί με αντίκες, όλο τερατουργήματα και σκόνη, και το κάθε τι διατιμημένο πάνω από τη φυσιολογική του αξία. 

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ «ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΪ»
μετάφραση Γ. Χιωτάκης, Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ – ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
 
  
the-picture-of-dorian-gray 
2004: Ο Τζος Ντιχάμελ ως Ντόριαν Γκρέι στην ταινία του Ντέιβιντ Ροζενμπάουμ 
  

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

`Εμιλυ Ντίκινσον 2 Mar 2014 2:48 AM (11 years ago)


Πέρα μακριά, στην κατάφυτη κοιλάδα του Κοννέτικατ, ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε λευκό φέρετρο, έβγαζαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, την Έμιλυ Ντίκινσον. Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, δύο φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, προσευχήθηκαν γι’ αυτήν, και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμ. Μπροντέ. Μέσ’ απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια έξι Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της· κι από κοντά, οι λίγοι εκείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης.

Ανέλπιστα, μια εβδομάδα μετά, στο δωμάτιο της Ντίκινσον, η αδελφή της θα ανακαλύψει εκατοντάδες ποιήματά της, τα περισσότερα σ’ ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς, και άλλα στο συρτάρι του γραφείου της. Από τα ποιήματα που άφησε η Ντίκινσον, 1.100 περίπου τα είχε καθαρογράψει σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, ενώ άλλα 700 βρέθηκαν σε διάφορες φάσεις επεξεργασίας, πάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων (Johnson 1955a xxxiii-xxxviii· Franklin 1981 ix-xxii· 1998 7-43· 1999 1-3).
Η Λαβίνια ήξερε ότι η αδερφή της έγραφε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πως η παραγωγή της ήταν τόσο μεγάλη, αφού, όσο ζούσε, μονάχα δέκα ποιήματά της είχαν δημοσιευτεί (κυρίως σε εφημερίδες, με πρωτοβουλίες φίλων που τη θαύμαζαν και χωρίς ποτέ να το επιδιώξει η ίδια), ανυπόγραφα και αλλαγμένα από τους εκδότες, ώστε να συμμορφωθούν με τις συμβάσεις της εποχής. Η Λαβίνια ανέλαβε το χρέος να φροντίσει για την έκδοσή τους: ως το τέλος της ζωής της (1899), δημοσιεύτηκαν τρεις συλλογές και δύο τόμοι με γράμματα. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν εβδομήντα χρόνια από το θάνατο της Ντίκινσον, για να έχουμε, το 1955, από τον T. H. Johnson, την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1.775 ποιημάτων της (variorum edition), και μία έκδοση αναθεωρημένη, το 1998, από τον R. W. Franklin με 1.789 ποιήματα. Τα 1.046 γράμματά της τυπώθηκαν το 1958, με επιμέλεια του T. H. Johnson και της Theodora Ward. […]
Η Έμιλυ είδε το φως στις 10 Δεκεμβρίου 1830, στο Άμερστ της Μασσαχουσέττης, μια μικρή πόλη δύο χιλιάδων κατοίκων, πλάι σε δάση από έλατα και σημύδες. Κρύφτηκε από τον κόσμο και έγραψε, κλειδωμένη στην κάμαρά της, κατορθώνοντας «να επιδείξει την πιο πρωτότυπη διάνοια απ’ οποιονδήποτε άλλο ποιητή της Δύσης, αρχίζοντας από τον Δάντη, αν εξαιρέσουμε τον Σαίξπηρ» (Bloom 1994, 291). Εξουθενωμένη από αλλεπάλληλους νευρικούς κλονισμούς, με επίσημη αιτία θανάτου μια πάθηση των νεφρών, τη νόσο του Bright, πέθανε στα πενήντα έξι της στο σπίτι που γεννήθηκε, ζώντας αποτραβηγμένη εκεί τα είκοσι τελευταία χρόνια, φορώντας ρούχα λευκά, έχοντας ξεμακρύνει από τον τόπο της έξι μόνο φορές, για λόγους υγείας ή για ολιγοήμερα ταξίδια. […]
Παιδί χαρισματικό και ώριμο, η Ντίκινσον μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι που κυκλοφορούσαν βιβλία, σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους —«Είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί τους» (Γ 15)—, στο Άμερστ με τη ζωηρή πνευματική κίνηση (Λέσχη Σαίξπηρ, διαλέξεις, ρεσιτάλ). Μα όσο κι αν έλεγε για το φύλακα άγγελό της, τη Λαβίνια, που κι αυτή έμεινε ανύπαντρη, «δεν έχει Πατέρα και Μάνα, αλλά μόνο εμένα, κι εγώ δεν έχω Γονείς παρά μόνη αυτή» (Γ 391), ο άνθρωπος που έγινε η πιστή σκιά της ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά, ο άτολμος Ώστιν, ο «αδερφός Πήγασος» (Γ 110), που υπήρξε για την Ντίκινσον μια σχέση έντονα συναισθηματική και πνευματική. «Νομίζω ότι, όσο μεγαλώνουμε, λείπουμε ο ένας στον άλλο πιο πολύ, γιατί δε μοιάζουμε σχεδόν με κανένα, και γι’ αυτό εξαρτιόμαστε περισσότερο ο ένας από τον άλλον, για να βρούμε χαρά» (Γ 114), του έγραφε. […]
Το πρώτο ποίημα που έφτασε ως εμάς το γράφει στα είκοσί της. Γράμματα όμως (το είδος του πεζού λόγου στο οποίο εκφράστηκε) έχει αρχίσει να γράφει από τα δώδεκα, και συνέχισε χωρίς διακοπή μέχρι τις τελευταίες της μέρες (σώθηκαν πάνω από χίλια, αν και πολλά χάθηκαν ή σκόπιμα καταστράφηκαν). Όσο κυλούν τα χρόνια, η αλληλογραφία γίνεται όλο και πιο πολύ κομμάτι της ζωής της, καθώς τα γράμματα «αποτελούν το μοναδικό μέσο διαφυγής από τον εκούσιο εγκλεισμό της»(Johnson & Ward 1958, xix) — «ένα Γράμμα είναι χαρά Γήινη — που οι θεοί τη στερούνται» (Γ 960). Η συνήθεια να ταχυδρομεί ποιήματα για γράμματα, να ενσωματώνει ποιήματά της μέσα σε γράμματα, η συχνή χρήση παύλας, οι έμμετρες προτάσεις και οι εσωτερικές τους ομοιοκαταληξίες, «όλα τείνουν προς την αμφισβήτηση μιας αυστηρής ειδολογικής διαφοράς ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό της λόγο» (Farr 1992, 16).
Πυκνά και αποσπασματικά, κατάμεστα από μεταφορές και μετωνυμίες, πολλά γράμματα είναι ισοδύναμα με τα ποιήματά της. Πώς αλλιώς, αφού με την αλληλογραφία της η Ντίκινσον θέλησε να επικοινωνήσει και να γοητεύσει, να ασκηθεί ποιητικά και να συστήσει τον εαυτό της, να συγκεντρώσει γύρω της ποιητικό ακροατήριο, καθώς οι σαράντα από τους ενενήντα εννιά αλληλογράφους μιας ολόκληρης ζωής ήταν και οι μοναδικοί παραλήπτες των ποιημάτων της· ορισμένων ποιημάτων της, μιας και ήταν ελάχιστοι εκείνοι που έλαβαν περισσότερα από ένα (Juhasz 1984, 170-192· Miller 1968, 29-39). «Ένα Γράμμα το νιώθω πάντα σαν αθανασία, γιατί είναι μόνο ο νους του φίλου χωρίς το σώμα του» (Γ 330).  […]
«Η Δημοσίευση είναι η Δημοπρασία του Ανθρώπινου Νου», «Ατίμωση της Τιμής» (Π 709), έγραφε η Ντίκινσον το 1863. Η άρνησή της να εκδώσει μένει ανεξήγητη. Η αποθάρρυνση από τον Χίγκινσον και οι επεμβάσεις στα δέκα ποιήματά της που είδε τυπωμένα· ο φόβος πως θα έχανε το προνόμιο της μόνωσης· η τακτική να επιστρέφει στα ποιήματα μετά από χρόνια· η πεποίθηση ότι οι αλληλογράφοι της ήταν το ιδανικό ακροατήριο — είναι κάποιες πιθανές απαντήσεις. […]


Η ποίησή της, δραματική, αμφίσημη και ειρωνική, αν και θα μπορούσε να ταιριάξει στο κλίμα που καλλιέργησε ο μοντερνισμός, παρασιωπήθηκε ωστόσο από τον Πάουντ και τον Έλιοτ, τους κορυφαίους αγγλόφωνους εκφραστές του. (Στο περιοδικό του Έλιοτ The Criterion δημοσιεύτηκαν, το 1925, σοβαρές επιφυλάξεις για το έργο της.) Νωρίτερα, η Amy Lowell (1874-1925) την είχε θεωρήσει πρόδρομο της νεώτερης ποίησης και υπόδειγμα για το κίνημα του εικονισμού. Ο Allen Tate (1899-1979), στο ιστορικό δοκίμιό του για την Ντίκινσον (1932), την προβάλλει ως βασικό πρότυπο για τις αρχές της Νέας Κριτικής. Ο Archibald MacvLeish (1892-1982) βρίσκει τη φωνή της άμεση και δραματική, «τυπικά νεωτερική».
Ποιητές που δέχτηκαν βαθύτερα την επίδρασή της ήταν ο Wallace Stevens (1897-1955) και ο Hart Crane (1899-1932), που της απευθύνεται στο ποιητικό του κατόρθωμα Η Γέφυρα (The Bridge, 1930). Ο Robert Frost (1874-1963) ήταν από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές της («η σπουδαιότερη γυναίκα συγγραφέας»), ο William Carlos Williams (1883-1963), αν και μαθήτευσε στην ποίηση του Whitman, θαύμαζε την οικονομία και την ελλειπτικότητα των στίχων της, ονομάζοντάς την «προστάτισσα αγία» του, ενώ η Marianne Moore (1887-1972) επηρεάστηκε από τις λεκτικές της επιλογές και τις ανατροπές στη σύνταξη. Η πεζογράφος Gertrude Stein (1874-1946) ομολογούσε την πνευματική της συγγένεια.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ποίηση μιλά για την ψυχική διάλυση και την πνευματική αγωνία, το έργο της Ντίκινσον θα έρθει στο προσκήνιο.
 Τα αποσπάσματα από το επιλογικό σημείωμα του Ερρίκου Σοφρά με τίτλο «Η άβυσσος δεν έχει βιογράφο» (Γ 899) και τα τέσσερα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον έρχονται από το βιβλίο Έμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα και 3 γράμματα, επιλογή-μετάφραση-σχολιασμός-επίμετρο Ερρίκος Σοφράς, Το Ροδακιό 2005.

148
Θα ξημερώσει ένα «πρωί»;
Υπάρχει αυτό που λένε «Μέρα»;
Θα το ‘βλεπα απ’ τα βουνά
Αν ψήλωνα μες στον αιθέρα;

Να έχει του Νούφαρου τα πόδια;
Να έχει το φτέρωμα Πουλιού;
Είναι από μέρη ξακουσμένα
Που δεν τα έχω καν στο νου;

Ε συ Σοφέ! Κι εσύ Θαλασσινέ!
Πολύμαθε απ’ τους ουρανούς, εσύ!
Πείτε σ’ έναν Προσκυνητή μικρό
Πού πέφτει ο τόπος που τον λεν «πρωί»!

  261
Πήρα στα χέρια ένα Πετράδι —
Και σε ύπνο είχα κυλήσει —
Μέρα γλυκιά, στρωτός ο αέρας —
Είπα «Μα τούτο θα κρατήσει» —

Ξυπνώ — τ’ αθώα μου δάχτυλα μαλώνω,
Η Πέτρα έχει χαθεί —
Τώρα, μια θύμηση από Αμέθυστο
Ό,τι έχει πια σωθεί —

269
Άγριες νύχτες — Άγριες νύχτες!
Αν ήμασταν μαζί
Για μας οι άγριες νύχτες
Θα ‘ταν μόνο χλιδή!

Ανώφελος — ο αγέρας —
Σαν βρει η Καρδιά λιμάνι —
Πέταξε την Πυξίδα —
Πέταξε και το Χάρτη!

Λάμνοντας στην Εδέμ —
Α — η Θάλασσα!
Ας έδενα — τη νύχτα αυτή —
Σ’ εσένα!
983
Μέλισσα! Περιμένω να φανείς!
Έλεγα μόλις Χτες
Σε κάποιον γνώριμό σου
Πως ήτανε να ‘ρθεις —

Γυρίσανε οι Βάτραχοι —
Και πιάσανε δουλειά —
Πίσω τα πιο πολλά Πουλιά —
Και το Τριφύλλι είναι ζεστό —

Θα ‘χεις λάβει το Γράμμα
Ως τις Δεκαεφτά·
Απάντησε, ή μάλλον έλα δω —
Δική σου, Μύγα.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Baudelaire,ο θεμελιωτής του συμβολισμού 31 Aug 2013 11:21 PM (11 years ago)



 Τα άνθη του κακού είχε τεράστιο αντίκτυπο στον γαλλικό συμβολισμό. Επιπλέον, ο Baudelaire υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του έργου του Edgar Allan Poe στη Γηραιά Ήπειρο, το οποίο και διαδόθηκε σε αυτή τη μεριά του πλανήτη χάρη στις μεταφράσεις του "καταραμένου ποιητή"

  Στις 31 Αυγούστου του 1867, σε ηλικία 46 ετών, φεύγει από τη ζωή ο Γάλλος ποιητής, μεταφραστής και κριτικός τέχνης, Charles Baudelaire. Το έργο του ποιητή της θρυλικής συλλογής


Ο Baudelaire για ορισμένους αποτελεί την κριτική και τη σύνθεση του ίδιου του Ρομαντισμού, για άλλους είναι ο θεμελιωτής του συμβολισμού και για άλλους, αμφότερα. Ο Baudelaire θεωρείται επίσης ο πατέρας του πνεύματος της παρακμής με στόχο τον σκανδαλισμό της αστικής τάξης. Όλοι πάντως συμφωνούν στο ότι το έργο του άνοιξε το δρόμο για την σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση. Με επιρροές όπως οι Théophile Gautier, Joseph de Maistre (για τον οποίο είπε ότι του έμαθε να σκέφτεται) και τον Edgar Allan Poe, με τη μετάφραση του έργου του οποίου ασχολήθηκε εκτενώς, τον «ποιητή-ζωγράφο» Eugène Delacroix και τον Édouard Manet, ο ποιητής κατόρθωσε να συνυφάνει στο έργο του την ομορφιά και την σατανική κακία, τη βία και την ηδονή, τη φρίκη και την έκσταση, τη μελαγχολία και το σκοτεινό χιούμορ, τη νοσταλγία και την αίσθηση της κατάρας που κατατρέχει το ανθρώπινο είδος.

  • «Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία», εξήγησε ο ίδιος για τις πλάνες του ρεαλισμού. Περιγράφοντας τον Ρομαντισμό, είπε: «Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο». Επιπλέον, ο Baudelaire αρθρώνει την θεμελιώδη αρχή της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».
  • Το γνωστότερο έργο του σήμερα είναι τα Άνθη του Κακού, μια συλλογή η οποία όταν κυκλοφόρησε, το 1857, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις που ο Baudelaire καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραφε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Baudelaire. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
  • Σήμερα, ο Baudelaire συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Baudelaire είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».
  • Στὸν ἀναγνώστη Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας, κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας, καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
    Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια, ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας, θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
    Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει, τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει, αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
    Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ! Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε, κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε, μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
    Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη, κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη, ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
    Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη, κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
    Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι, εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
    Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια, τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια, θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
    Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του, ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!- πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις, καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
    Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει! Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!
    Charles Baudelaire

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ιονέσκο : Ο ευφυής που δοξασε το παράλογο 30 Aug 2013 10:21 PM (11 years ago)

Ο ευφυής  που δόξασε  το  παράλογο


Αν «λογική είναι η τρέλα των δυνατών», αν «µπορείς πάντα να προβλέψεις τα γεγονότα αφού έχουν γίνει», αν «η γλώσσα είναι ακατανόητη γιατί οι άνθρωποι δεν µιλούν για τα σηµαντικά», αν «η κοινωνική πρόοδος είναι σίγουρα καλύτερη µε λίγη ζάχαρη», τότε γιατί ο Ευγένιος Ιονέσκο κατατάσσεται στους επίσηµους εκφραστές του παραλόγου; Ισως γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος, « δ εν είναι η απάντηση που µας διαφωτίζει αλλά η ερώτηση».


Εκ των ιδρυτών του Θεάτρου του Παραλόγου, µαζί µε τον Σάµιουελ Μπέκετ, τον Ζαν Ζενέ, τον Αρτύρ Αντάµοφ και µερικούς ακόµη, ο Ιονέσκο ανήκει στη γενιά εκείνη του ‘50 που ανανέωσε το σύγχρονο θέατρο αναδεικνύοντας το αδιέξοδο της επικοινωνίας και µέσω αυτής το αδιέξοδο και το παράλογο της ίδιας της ζωής.

Πιστεύοντας ότι «είναι αφύσικο πράγµα να ζεις», αυτός ο πολυγραφότατος, ιδιόρρυθµος και «φλύαρος» γαλλορουµάνος συγγραφέας µετέτρεψε τις αναζητήσεις του σε θεατρικά έργα: µε χιούµορ, πικρό και µαύρο, µε σαρκασµό και αυτοσαρκασµό, µε τις εµµονές και τις παραξενιές του, µε στοιχεία που ακουµπούν στο γελοίο, αλλά και µε έντονη την αίσθηση του τίποτα και του κενού, ο Ιονέσκο έστησε έναν ολόκληρο κόσµο. Αποδόµησε την εξουσία της οικογένειας, του δασκάλου, του πολιτικού· αποδοκίµασε την ψευτιά και την υποκρισία· έριξε τον µεγεθυντικό του φακό στη µοναξιά και στην απελπισία, τονίζοντας όσο κανείς την απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας ανάµεσα στους ανθρώπους. Ανηλεής και γκροτέσκος, κυνικός στην επιφάνεια, αλλά χωρίς να στερείται βαθύτερης ευαισθησίας, αποτύπωσε την εποχή του, τα χρόνια µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, και έδωσε νέα πνοή στον 20ό αιώνα. Σήµερα, παράλογο ή λογικό, ανήκει πλέον στους κλασικούς.

Γεννηµένος στη Ζλατίνα της Ρουµανίας, στις 26 Νοεµβρίου 1912, από ρουµάνο πατέρα και γαλλίδα µητέρα, ο Ευγένιος Ιονέσκο έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία. Αργότερα επέστρεψε στη γενέτειρά του, σπούδασε γαλλική φιλολογία και αφού παντρεύτηκε ξαναγύρισε στη δεύτερη πατρίδα του (1938). Αλλωστε είχε ήδη αρχίσει να αντιτίθεται στην άνοδο του φασισµού και του ναζισµού και να βρίσκεται σε κόντρα µε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν µε το εκάστοτε καθεστώς. Παράλληλα ξεκίνησε το διδακτορικό του µε θέµα «Η αµαρτία και ο θάνατος στη γαλλική ποίηση από την εποχή του Μποντλέρ», το οποίο και δεν ολο κλήρωσε ποτέ. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1944). Η κόρη του είχε ήδη γεννηθεί. Στη γαλλική πρωτεύουσα έζησε ως τον θάνατό του, στις 29 Μαρτίου 1994 – θάφτηκε στο κοιµητήριο του Μονπαρνάς. Μέλος της Γαλλικής Ακαδηµίας, τιµήθηκε µε διακρίσεις και βραβεία για τη λογοτεχνική και κοινωνική του προσφορά. Αν και ο πατέρας του τον προόριζε για δικηγόρο, ο Ιονέσκο φανέρωσε γρήγορα την αγάπη του στα γράµµατα. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε ως επιµελητής εκδόσεων, ενώ σύντοµα στράφηκε στο θέατρο, µε αφορµή τα µαθήµατα αγγλικών.

Τότε ήταν που συνειδητοποίησε το παράλογο του λόγου και της γλώσσας. Εγραψε, το 1948, τη «Φαλακρή τραγουδίστρια», το πρώτο και όπως αποδείχθηκε διασηµότερο θεατρικό του έργο. ∆ύο χρόνια µετά δόθηκε η πρεµιέρα στο Παρίσι (11 Μαΐου 1950) στη σκηνή του Θεάτρου των Υπνοβατών, σε σκηνοθεσία Νικολά Μπατάιγ. Φυσικά, κοινό και κριτικοί αποδοκίµασαν και το έργο και τον συγγραφέα του... Ο ίδιος δεν πτοήθηκε και συνέχισε να γράφει, ενώ οι µικρές περιθωριακές και περιφερειακές σκηνές που φιλοξενούσαν τα έργα του όλο και µεγάλωναν για να κατακτήσουν το κέντρο και τα µεγάλα θέατρα. Παράλληλα φρόντιζε να δίνει διαλέξεις και να εξηγεί τα έργα του, σε µια προσπάθεια να αντιταχθεί στην κριτική, την οποία και δεν εκτιµούσε.

«Η Φαλακρή τραγουδίστρια», µαζί µε το «Μάθηµα» και τις «Καρέκλες» έγιναν το σήµα κατατεθέν του – καθώς τα τρία αυτά µονόπρακτα παίζονται συχνά σε κοινή παράσταση. Πο λυγραφότατος, ο Ιονέσκο µετρά 26 θεατρικά – ανάµεσά τους τα «Θύµατα του καθήκοντος», «Κορίτσι για παντρειά», «Αµεδαίος ή πώς να το ξεφορτωθούµε», «Ιάκωβος ή η υποταγή», «Ο καινούργιος νοικάρης». Το 1959 συστήνει στο κοινό του τον Μπερανζέ, τον κεντρικό ήρωα που θα πρωταγωνιστήσει στα µεγάλα ώριµα έργα του: «∆ολοφόνος χωρίς αµοιβή», «Ρινόκερος», «Ο βασιλιάς πεθαίνει». Ακολούθησαν, µεταξύ άλλων, «Η πείνα και η δίψα», «Το παιχνίδι της σφαγής», «Μακµπέτ». Πλάι σε αυτά, δέκα δοκίµια, τέσσερις νουβέλες, µία ποιητική συλλογή και διασκευές (λιµπρέτα) για την όπερα συνθέτουν το πλούσιο συγγραφικό του έργο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 τον Ιονέσκο σύστησε ουσιαστικά στο ελληνικό κοινό ο Κάρολος Κουν – είχε προηγηθεί το Θέατρο Τσέπης µε τη Μαριέττα Ριάλδη και τον ∆ηµήτρη Κολλάτο . Εκτοτε τα έργα του ανεβαίνουν και ξανανεβαίνουν. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ανήκει στους ηθοποιούς και σκηνοθέτες που έχουν ταυτιστεί µε τον γαλλορουµάνο συγγραφέα – µεταξύ άλλων Ιονέσκο έχουν ανεβάσει και οι Μίµης Κουγιουµτζής, Σπύρος Ευαγγελάτος, Γιώργος Μιχαηλίδης, Νίκος Αρµάος, Κοραής ∆αµάτης, καθώς και πολλές νεανικές οµάδες. «Οι βαθιές µας επιθυµίες είναι ανεξερεύνητες. ∆υσπιστώ σ’ αυτούς που θέλουν να σώσουν τον κόσµο». Παράλογο; Κάθε άλλο.

ΥΓ.: Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Ευγένιος Ιονέσκο γεννήθηκε το 1909. Σε μια παρεξήγηση και στην ελαφράδα με την οποία αντιμετώπιζε ο συγγραφέας παρόμοια θέματα οφείλεται το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρη η χρονολογία γέννησής του.


ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
1912
Στις 26 Νοεμβρίου γεννιέται στη Ζλατίνα της Ρουμανίας και ζει μεταξύ Γαλλίας και Ρουμανίας.
1936
Παντρεύεται τη Ρόντρικα Μπουριλεάνου με την οποία απέκτησαν μία κόρη.
1948
Γράφει τη «Φαλακρή τραγουδίστρια», το πρώτο και διασημότερο θεατρικό έργο του.
1950
Αποδοκιμάζεται από κοινό και κριτικούς η «Φαλακρή τραγουδίστρια» στην πρεμιέρα της στο Θέατρο των Υπνοβατών σε σκηνοθεσία Νικολά Μπατάιγ.
1970
Εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας
26
θεατρικά έχει γράψει ο πολυγραφότατος δημιουργός, όπως και 10 δοκίμια, 4 νουβέλες, μία ποιητική συλλογή και λιμπρέτα για την όπερα.
1994
Πεθαίνει στο Παρίσι. Ο τάφος του είναι στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Γ....την ευζωία μας 27 Aug 2013 6:32 AM (11 years ago)

Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ έγραψε κάποτε : Προχωρούσαμε με τον Σαρτρ στο δρόμο ελεύθεροι, ανεμπόδιστοι, ανέμελοι, χωρίς φόβο.Γιατί να λυπηθούμε που δεν είχαμε αυτοκίνητο, όταν κάναμε τόσες ανακαλύψεις περπατώντας στις όχθες του καναλιού Σαιν Μαρτέν ; Όταν τρώγαμε στο δωμάτιο μου ψωμί και φουά γκρά Μαρί, όταν δειπνούσαμε στη μπιραρία Ντεμορύ...δεν νοιώθαμε στερημένοι από τίποτα. Τι παραπάνω θα μπορούσε να μας προσφέρει το μπαρ του ξενοδοχείου Ρίτζ ; Είχαμε τις δικές μας γιορτές. Ένα βράδυ στο Βίκινγκς έφαγα κότα με κούμαρα, ενώ στην εξέδρα μια ορχήστρα έπαιζε το σκοπό της μόδας: Pagan love song. Ήξερα πως το τσιμπούσι αυτό δεν θα με θάμπωνε αν γινόταν συχνά. Έτσι ακόμη και η φτώχεια μας εξυπηρετούσε την ευτυχία...




Στενεύει ο κύκλος της ευζωίας του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου. Λιγοστεύει η καλοπέραση, τα ακριβά γούστα, προνόμιο των λίγων παλιά, αλλά που τελικά απόλαυσαν πολλοί στην εποχή μας. Περιορίζεται το εύρος της κατανάλωσης, σμικρύνεται το μερίδιο της διασκέδασης.Οι entertainers βρίσκονται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.Το κοινό είναι το μισό σε σχέση με πέρσι. Λείπει το χρήμα και προφανώς η διάθεση. Ο κόσμος πληρώνει το εισιτήριο,αλλά δεν αγοράζει ποτά. Προτιμάει μια μπύρα, να κρατήσει στοιχειωδώς την καταναλωτική του αξιοπρέπεια. Πολλοί απλώς παρίστανται, δεν παθιάζονται, δεν χειροκροτούν, όπως χειροκροτούσαν.

Η αγορά κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Μεγάλη, αισθητή η διαφορά από την περασμένη Ανοιξη.Οι γυναίκες κοιτούν και ξανακοιτούν τις βιτρίνες,αλλά δεν κάνουν το επόμενο βήμα : να μπουν στο μαγαζί δηλαδή. Με τρόπο βγάζουν από το πορτοφόλι την πιστωτική κάρτα και μαζί της τον τελευταίο λογαριασμό. Μετρούν το υπόλοιπο.Τους παίρνει, δεν τους παίρνει. Κάποιες αποχωρούν. Οι θαρραλέες μπαίνουν. Άνισος κόσμος, ούτως ή άλλως. Αυτές που αποχωρούν, έχουν πειστεί ότι το βράδυ στη φωλιά τους θα το σκεφτούν καλύτερα. Θα πάρουν χαρτί και μολύβι. Δεν μπορείς να'χεις εμπιστοσύνη μόνο στη μνήμη σου. Αυτά που έλεγες παλιότερα ότι είσαι κομπιούτερ κι όλα τα έχεις «εδώ», δείχνοντας το κεφάλι σου, μάλλον δεν ισχύουν σήμερα.

Οι παρορμητικές κινήσεις του χθες, η σταθερή προσήλωση στην κατανάλωση, η απουσία φόβου αρχίζουν μέρα τη μέρα να αντιστρέφονται για να μετατραπούν σε συγκροτημένες κινήσεις, σε διακεκομμένη κατανάλωση και σε ...φόβο. Ναι, φόβο για το αύριο, για τον κόσμο που κτίσαμε γύρω μας, βασισμένο στην κατάχρηση των καταναλωτικών αγαθών. Τον αποδεχτήκαμε αυτόν τον κόσμο. Μας ενθουσίασε. Είναι γκλάμουρους, πλησιάζει τον κόσμο των περιοδικών life style. Αν δει κάποιος τις κυκλοφορίες των περιοδικών θα διαπιστώσει ότι αυτή η κατηγορία πουλάει περισσότερο. Γιατί; Γιατί έχει χρώματα, έχει ελπίδα.Ο αναγνώστης μεταφέρεται στη θέση του μοντέλου ή του πλούσιου επιχειρηματία που φωτογραφίζεται για να επιδειχθεί. Μπαίνει στο σπίτι της οικογένειας τάδε και ζει μαζί της στην υπέροχη τραπεζαρία, στη φανταστική κουζίνα και στη στυλάτη μπερζέρα δίπλα στο τζάκι.Τι όμορφα να απολαμβάνεις τη ζωή, έστω και μέσα από την κλειδαρότρυπα! Και συν τοις άλλοις μπορείς να φαντάζεσαι ότι όταν χρειαστεί, θα κάνεις κι εσύ μια φοβερή ανόρθωση στήθους και θα ζήσεις ως το τέλος χωρίς ρυτίδες. Ναι, ναι, και χωρίς νυστέρια. Αυτά γράφουν τα περιοδικά. Δίνουν και διευθύνσεις. Δίνουν επιλογές. Σπουδαίο πράγμα να χεις τη χαρά της επιλογής!

Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι παραμυθιαζόμαστε. Ότι η αλήθεια βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Μια αλήθεια που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις σκέψεις του Τοκβίλ και του Χάγιεκ, του Καντ ή του Φρόϊντ. Είναι η αλήθεια του 21ου αιώνα, με την επιστήμη να θριαμβολογεί και τον άνθρωπο ( το υποκείμενο, αν θέλετε ) να συνθλίβεται, ναι ανόργανο σώμα. Μίζερα πράγματα. Το χρήμα ξαναπερνάει στα χέρια των λίγων, όπως παλιά. Αλλά δεν είναι οι παλιοί που το καρπούνται. Είναι οι καινούργιες φουρνιές των πλουσίων, που κανείς δεν ξέρει πώς και με ποια μέσα τα κατάφεραν, ειδικά σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα.Δεν είναι μόνον οι μεγαλογιατροί φοροφυγάδες που η κυβέρνηση τους έκανε σημαία.Αυτά είναι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της στιγμής. Εξαφανίζονται κάπου στην ατμόσφαιρα και σπάνια προκαλούν εγκαύματα στον άνθρωπο. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που δρα σαρωτικά, χωρίς αιδώ, χωρίς εξελιγμένη ηθική, χωρίς ενδιαφέρον, όχι για τον διπλανό του, αλλά για το κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, η αλαζονεία του καθενός δεν χωράει σε περιόδους τέτοιας κρίσης, όπου είναι πέρα από αναγκαίο, πέρα από υποχρεωτικό το δημόσιο συμφέρον να τίθεται υπεράνω του ιδιωτικού. Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς και σε μια νέα πραγματικότητα που δεν είναι μακριά μας. Πώς να νικήσεις τις απαιτήσεις, πώς να αγνοήσεις τις ανάγκες ; Ιδού το ερώτημα.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Γουίλλιαμ Φώκνερ, η Βουή και η Μανία 22 Aug 2013 8:57 PM (11 years ago)

Ο Γουίλλιαμ Φώκνερ μπροστά στη διάσημη γραφομηχανή του

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Γουίλιαμ Φώκνερ (1897-1962), ο μεγαλύτερος για πολλούς Αμερικανός συγγραφέας του 20ού αιώνα και ένας από τους κορυφαίους σε όλον τον κόσμο, δεν τελείωσε καν το γυμνάσιο. Το γεγονός είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν σκεφθεί κανείς ότι αυτά που κατάφερε ως συγγραφέας ήταν ασύλληπτα: να μιλήσει με τη γλώσσα των χωρικών και των πνευματικά καθυστερημένων, να χρησιμοποιήσει τον εσωτερικό μονόλογο σε αφηγήσεις που δεν εκτυλίσσονταν σε κάποιο κοσμοπολίτικο περιβάλλον, αλλά στην αγροτική Αμερική και να περάσει το πνεύμα των Νότιων Πολιτειών μέσα από τεχνικές που υπήρξαν προϊόντα του ύστερου αστικού πολιτισμού της Ευρώπης (πιο συγκεκριμένα του εσωτερικού μονολόγου του Τζόις), χωρίς ταυτόχρονα να απομακρύνεται από τον ρεαλισμό, την ευαγγελική παράδοση και τον Σαίξπηρ. Πεθαίνοντας στα 65 του χρόνια άφηνε πίσω του ένα έργο που θα σημάδευε ανεξίτηλα την πεζογραφία του 20ού αιώνα και όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί αλλά και κανένας ως τώρα δεν κατάφερε να το μιμηθεί.

Αυτός ο «μοναχικός λύκος», που έζησε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας του, σε μια μικρή επαρχία της Πολιτείας του Μισισιπή, δεν είχε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, γνώρισε τη διασημότητα σε σχετικά μεγάλη ηλικία - και μάλιστα μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ το 1949 -, για πολλά χρόνια υπήρξε αλκοολικός και απέτυχε να σταδιοδρομήσει ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ. Υπήρξε απόλυτα αφοσιωμένος στο έργο του, γι' αυτό και το μόνο που ήθελε να γράφει η επιτύμβια πλάκα στον τάφο του ήταν: «έγραψε βιβλία και πέθανε».

Ο Φώκνερ κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις, οι επιστολές του είναι στεγνές και αυστηρά επαγγελματικές, και όλη του τη φλόγα και το πάθος τα πέρασε στα βιβλία του. Και τι πάθος, τι οργή, τι θαρραλέο και διεισδυτικό κοίταγμα στα σκοτεινά τοπία της συνείδησης! Δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο του που να μη σε εντυπωσιάζει, όμως κάποια από αυτά, μαζί με τα συγκλονιστικά του διηγήματα, σε αφήνουν άφωνο. Ακόμη και το Ιερό, ένα μυθιστόρημα που όπως ομολόγησε «το έγραψε για χρήματα», είναι συγκλονιστικό. Τα μεγάλα του έργα βέβαια αποτελούν τα μυθιστορήματα Καθώς ψυχορραγώ, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ, Φως τον Αύγουστο και, πάνω απ' όλα, το κορυφαίο του, ένα παγκόσμιο αριστούργημα που στέκεται δίπλα στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, τον Οδυσσέα του Τζόις και τα μεγάλα έργα του Ντοστογέφσκι. Πρόκειται για το Η βουή και η μανία, ο τίτλος του οποίου προέρχεται από την πέμπτη σκηνή στην πέμπτη πράξη του σαιξπηρικού Μακμπέθ.

* Η φυλακή του παρελθόντος
Όπως σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματά του έτσι και εδώ ο Φώκνερ διηγείται την ιστορία μιας τυπικής οικογένειας του αμερικανικού Νότου που ζει φυλακισμένη στο παρελθόν της. Παραβιάζοντας με ασυνήθιστη βία και εκπληκτική τεχνική την παραδοσιακή πεζογραφική αφήγηση, ο συγγραφέας αναπτύσσει την ιστορία του μέσω των αδελφών της οικογένειας Κόμπσον, εκ των οποίων ο πρώτος είναι πνευματικά καθυστερημένος, ο δεύτερος αιμομίκτης και ο τρίτος κωμικός σε βαθμό εξορισμού. Τα τρία αδέλφια είναι αφηγητές των τριών πρώτων κεφαλαίων. Όλα μιλούν για την αδελφή τους στήνοντας το πορτρέτο της μέσω των προσωπικών τους αναμνήσεων. Το κάθε κεφάλαιο έχει την ιδιαιτερότητά του και το ύφος του, το οποίο πηγάζει από την προσωπικότητα του κατά περίπτωση αφηγητή. Το πρώτο είναι αποσπασματικό και ωμό, το δεύτερο ιμπρεσιονιστικό, σκοτεινό και ονειρικό και το τρίτο ρεαλιστικό. Ωστόσο ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση του βιβλίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ρεαλισμός του τελευταίου δεν είναι παρά μια μάσκα της οργής.
Στο τέταρτο κεφάλαιο το πρόσωπο της αδελφής εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε. Η αφήγηση τώρα συνεχίζεται σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα, λες και η οικογένεια Κόμπσον δεν μας ενδιαφέρει πλέον ή, πιο σωστά, λες και η κατάπτωση της οικογένειας Κόμπσον είναι μια παγκόσμια κατάπτωση. Όποτε η γραφή στρέφεται προς το παρελθόν μοιάζει να το επιχειρεί για να εξολοθρεύσει τα παράσιτα του παρόντος.

Αυτό το έργο της προδοσίας, της αγωνίας και της ασυνέχειας, του ανομολόγητου κρίματος, της παράλυσης που συνεπαίρνει τον αναγνώστη όπως ο φόβος καθηλώνει το θύμα μπροστά στον δολοφόνο είναι η ακραία μορφή της ψυχικής βίας στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ακόμη και το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, το οποίο σφραγίζει η βιβλική και ως έναν βαθμό ευαγγελική παράδοση του Νότου, δεν μπορεί να αποκαταστήσει το σχίσμα που δημιουργούν η αρχέγονη βία και η μοντέρνα ασυνέχεια.

Μέσα στα χάσματα των αφηγήσεων αναπτύσσονται αναρίθμητα μυστικά - και εδώ αναγνωρίζουμε ένα από τα κύρια γνωρίσματα της τέχνης του Φώκνερ: όλα τα μυστικά μαζί - αλλά και το καθένα χωριστά - πολλαπλασιάζουν τη δύναμη της έντασης, όπως προκύπτει από τις σελίδες αυτού του αριστουργήματος του μεγάλου συγγραφέα, ο οποίος επεδίωκε, όπως έλεγε, μέσα σε μία πρόταση, ει δυνατόν, να περιλάβει όλο το παρελθόν και το παρόν.
Η Βουή και η μανία είναι ένα βιβλίο που δεν το διαβάζει κανείς μόνο μία φορά αλλά επιστρέφει σε αυτό, όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα. Ο Φώκνερ επιχείρησε να απαντήσει στο μετέωρο ως τότε ερώτημα: Πώς μπορεί κανείς να μιλήσει για το παρελθόν στο παρόν χωρίς να χάσουν οι ήρωές του τη φωνή τους και δίχως να χρειαστεί να επέμβει ο ίδιος προκειμένου να αποκαταστήσει το ασύμβατο παρελθόντος και παρόντος, που βρίσκεται στην καρδιά του κάθε δράματος; Το καταπληκτικότερο εδώ είναι ότι το παρελθόν, από το οποίο προσπαθούν να απαλλαγούν οι ήρωες του Φώκνερ, διπλασιάζεται στο παρόν γιατί είναι ο φόβος και ο πόθος της παράφορης ζωής. Κανένας ως τώρα δεν έχει τολμήσει ή δεν έχει καταφέρει να μιλήσει έτσι για την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

George Eliot 22 Aug 2013 1:11 PM (11 years ago)


George Eliot was the pen name of Mary Ann Evans, one of the leading English novelists of the 19th century. Her novels, most famously 'Middlemarch', are celebrated for their realism and psychological insights. 
 
George Eliot was born on 22 November 1819 in rural Warwickshire. When her mother died in 1836, Eliot left school to help run her father's household. In 1841, she moved with her father to Coventry and lived with him until his death in 1849. Eliot then travelled in Europe, eventually settling in London.


In 1850, Eliot began contributing to the 'Westminster Review', a leading journal for philosophical radicals, and later became its editor. She was now at the centre of a literary circle through which she met George Henry Lewes, with whom she lived until his death in 1878. Lewes was married and their relationship caused a scandal. Eliot was shunned by friends and family.
Lewes encouraged Eliot to write. In 1856, she began 'Scenes of Clerical Life', stories about the people of her native Warwickshire, which were published in 'Blackwood's Magazine'. Her first novel, 'Adam Bede', followed in 1859 and was a great success. She used a male pen name to ensure her works were taken seriously in an era when female authors were usually associated with romantic novels.
Her other novels include 'The Mill on the Floss' (1860), 'Silas Marner' (1861), 'Romola' (1863), 'Middlemarch' (1872) and 'Daniel Deronda' (1876). The popularity of Eliot's novels brought social acceptance, and Lewes and Eliot's home became a meeting place for writers and intellectuals.
After Lewes' death Eliot married a friend, John Cross, who was 20 years her junior. She died on 22 December 1880 and was buried in Highgate Cemetery in north London.

 Οι κούφιοι άνθρωποι»
    (Τόμας Σ. Έλιοτ)

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι/ είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί/ κεφαλοκαύκι άχυρο. Αλίμονο!
Οι στεγνές φωνές μας, όταν/ ψιθυρίζουμε μαζί
είναι ήσυχες και ανόητες/ σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί/
στο ξερό μας κελάρι.

Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.

Αυτοί που πέρασαν/ με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο  Βασίλειο
μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες
 βίαιες ψυχές, μα μονάχα/ ως κούφιους ανθρώπους
τους βαλσαμωμένους ανθρώπους….
                         III
 «…αυτή είναι η νεκρή χώρα/ αυτή είναι του κάκτου η χώρα
 εδώ τα πέτρινα είδωλα/ σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου…

                          V
…Mεταξύ ιδέας/ και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης/ και δράσης/ πέφτει η Σκιά

                            Γιατίι δικό σου είναι το βασίλειο
Μεταξύ αντίληψης/ και δημιουργίας

 μεταξύ κίνησης/ και απάντησης/ πέφτει η Σκιά
                           Η ζωή είναι πολύ μακριά
 Μεταξύ πόθου/ και σπασμού
μεταξύ δύναμης/και ύπαρξης/
μεταξύ ουσίας/ και πτώσης

 πέφτει η Σκιά
                          Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
γιατί δική σου είναι η ζωή/ γιατί η ζωή είναι δική σου

δική σου/ αυτός είναι ο τρόπος
που ο κόσμος τελειώνει

 όχι με ένα πάταγο αλλά με ένα λυγμό».
 (Τ. Σ. Έλιοτ, «Οι κούφιοι άνθρωποι», σ. 117, «Άπαντα ποιήματα», μτφ. Αριστοτέλης Νικολαϊδης, εκδόσεις Κέδρος).
 *Στον τελευταία λέξη του τελευταίου στίχου γίνεται η μεταστροφή από τη «Συνωμοσία πυρήνων της φωτιάς: «…που τελειώνει ο κόσμος/όχι με ένα λυγμό αλλά με ένα πάταγο», ενώ κανονικά ο στίχος είναι: «όχι με έναν πάταγο αλλά με ένα λυγμό»…
* Ο στίχοι που είναι σε εισαγωγικά είναι αυτοί που χρησιμοποίησε στην ανακοίνωσή της η οργάνωση. Η οργάνωση γράφει ακόμα στην ανακοίνωσή της ότι το ποίημα γράφτηκε από τον Τ.S. Eliot για τον Γκάι Φοκς που επιχείρησε να ανατινάξει το Βρετανικό κοινοβούλιο).

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ο Αλμπέρ Καμύ και το ελληνόπουλο 22 Aug 2013 12:39 PM (11 years ago)






Η γαλλική εφημερίδα «L’ Express» δημοσίευσε στις 6 Δεκεμβρίου του 1955, άρθρο του γνωστού Γάλλου νομπελίστα λογοτέχνη Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus) με τίτλο: «L'enfant grec» («Το ελληνόπουλο»).
Στο άρθρο αυτό ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) φανερώνει τον φιλελληνισμό του. Εκλιπαρεί την διεθνή κοινή γνώμη να πιέσει, ώστε να δοθεί χάρη στον καταδικασμένο από τους Άγγλους σε θάνατο Μιχάλη Καραολή, (αγωνιστή της ΕΟΚΑ) και τάσσετε υπέρ του αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. 

Γράφει μεταξύ άλλων ο Καμύ:
"...Εδώ και λίγες εβδομάδες η επαναστατημένη Κύπρος έχει αποκτήσει τον ήρωα της στο πρόσωπο του νεαρού Κύπριου σπουδαστή Μιχάλη Καραολή που καταδικάστηκε από τα βρετανικά δικαστήρια σε θάνατο με τη μέθοδο του απαγχονισμού. Στο ευτυχισμένο εκείνο νησί οπού γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι άνθρωποι πεθαίνουν σήμερα και μάλιστα με τρόπο φρικιαστικό. Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε για χρόνια βουβή και αναχαιτίστηκε μόλις θέλησε να εκδηλωθεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, της εξέγερσης είχε προηγηθεί η τυφλή καταπίεση. Για μια ακόμη φορά, οι αρχές Κατοχής που διατράνωναν ότι κυριαρχική τους φροντίδα ήταν η τάξη, αναγκάζονται να εγκαταστήσουν τα δικαστήριά τους και να κάνουν ακόμη μεγαλύτερη μια καταπίεση που δε θα φέρει άλλο αποτέλεσμα παρά τον πολλαπλασιασμό των εξεγέρσεων.


Η Αγγλία, ωστόσο, δεν αμφισβητεί ούτε τα δίκαια που διεκδικούν οι Κύπριοι ούτε το γεγονός οτι το 80% των κατοίκων της νήσου είναι Έλληνες ούτε ακόμη ότι ένα ελεύθερο δημοψήφισμα θα έδινε μια συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ένωσης. Το μοναδικό της επιχείρημα, που το υποστήριξε άλλωστε πριν λίγο καιρό κι ένας γάλλος συγγραφέας, είναι στρατηγικής σημασίας: ή Κύπρος είναι το προωθημένο αεροπλανοφόρο της βρετανικής και δυτικής δύναμης.
Δεν είναι λοιπόν πιο συνετό νa γίνει δεκτή η λογική πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης, που προσφέρεται να εγγυηθεί τις βάσεις, από τη στιγμή που θα πραγματο¬ποιηθεί η ένωση; Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και πιστές φιλίες, που αξίζουν περισσότερο από το χάλυβα και το τσιμέντο. Με την αξιοθαύμαστη αντίστασή της εναντίον των γερμανών και ιταλών επιδρομέων, αλλά και με την άρνησή της να υποταχθεί, η Ελλάδα αποκάλυψε σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η φιλία της αξίζει πολύ περισσότερο απ ό,τι οι φιλίες μερικών άλλων.
Δε θα κρύψω, από πλευράς μου, τα αισθήματα τρυφερότητας και αγάπης που μου γεννά ο ελληνικός λαός, που, όπως ό ίδιος διαπίστωσα, είναι μαζί με τον ισπανικό απ’ τους λαούς εκείνους που θα χρειαστεί στο μέλλον η βάρβαρη Ευρώπη για να δημιουργήσει ξανά έναν πολιτισμό.
Αν οι άγγλοι Συντηρητικοί είναι αντίθετοι με την ένωση, είναι γιατί εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και δε θέλουν τώρα να χάσουν το γόητρο τους.
Θα χάσουν όμως πολύ περισσότερο σε γόητρο, αν η αναγκαστικά προσωρινή παράταση της σημερινής κατάστασης, πληρωθεί τελικά με το φόνο ενός παιδιού, του Μιχάλη Καραολή...".

(μετάφραση: Θανάσης Αντωνίου, περιοδικό η λέξη, τ. 85-86, Ιούνιος-Αύγουστος 1989).
Το πλήρες κείμενο του άρθρου στα Γαλλικά:
Albert Camus, L'enfant grec *
Depuis quelques semaines, Chypre révoltée a un visage, celui du jeune étudiant chypriote Michel Karaolis condamné par les tribunaux britanniques à la mort par pendaison. On meurt aussi, et affreusement, dans l'île heureuse où Aphrodite est née.
Une fois de plus, l'obscure revendication d'un peuple, longtemps muette, puis bâillonnée dès qu'elle cherche à s'exprimer, a éclaté dans le terrorisme. Une fois de plus, la répression aveugle a précédé la révolte. Une fois de plus, la puissance qui se déclarait soucieuse d'abord de l'ordre est obligée d'installer ses tribunaux et d'intensifier encore une répression qui n'aura d'autre effet que de multiplier les révoltés. Alors vient l'heure des martyrs, aussi inlassables que l'oppression, et qui finissent par imposer à un monde indifférent la revendication d'un peuple oublié de tous, sauf de lui-même.
Mais dans le cas qui nous occupe, ce vieux drame est d'autant plus douloureux qu'il s'agit de deux peuples alliés entre eux, et amis du nôtre. L'intérêt comme le cœur exige que ces deux nations renouent avec leur vieille amitié. Au lieu de cela, le gouvernement de l'une, la plus puissante, il est vrai, mais la plus admirée pour sa tradition libérale, se met dans le cas d'avoir à pendre les fils de l'autre.
Pourtant, l'Angleterre ne nie même pas la légitimité de la revendication cypriote, ni que 80 % des habitants de l'île soient grecs, ni que des élections libres donneraient une écrasante majorité pour le rattachement. Son seul argument, soutenu d'ailleurs, il y a quelque temps, par un écrivain français, est d'ordre stratégique: Chypre est le porte-avions avancé de la puissance britannique et occi¬dentale.
Mais que vaut cet argument dès l'instant où l'île est en révolte? À moins d'écraser ce mouvement dans le sang, et dès lors la Grèce entière menacerait les arrières du porte-avions, il vaudrait mieux accepter la proposition raison¬nable du gouvernement grec qui offre de garantir les bases si le rattachement est voté. Après tout, il y a des fidélités qui valent le béton et l'acier. Par son admirable résistance aux envahisseurs italiens et allemands, par son refus obs¬tiné de subir, la Grèce a prouvé, à la face du monde, que son amitié était une base plus solide que bien d'autres.
Je ne cacherai pas pour ma part mon admiration et ma tendresse pour ce peuple grec dont j'ai pu voir qu'avec l'espagnol il était un de ceux dont l'Europe barbare aura besoin demain pour se refaire une civilisation. Mais ce n'est pas le seul sentiment qui me fait penser que l'An¬gleterre et l'Occident ont tout à gagner à ce que la question de Chypre soit réglée dans le sens du rattachement. Les conservateurs anglais ne s'y opposent en réalité que dans la mesure où, après avoir abandonné l'Egypte, pour garder Suez, ils ne veulent pas perdre la face.
Mais ils perdront bien plus que la face si le maintien, forcément provisoire, de la situation actuelle doit être payé par le meurtre d'un enfant. Le temps des empires s'achève, celui des libres communautés commence, à l'Occident du moins. Sachons le reconnaître et favoriser ce grand avenir au lieu de lui briser la nuque. Puisque des discussions sont en cours, le gouvernement britannique a l'occasion en tout cas de leur donner une chance de fécondité en épargnant le jeune condamné. Ce sont les amis de l'Angleterre autant que ceux du peuple grec qui lui demandent de sauver d'abord Michel Karaolis et de lui rendre ensuite une patrie vieille de trois mille ans.

*(ALBERT CAMUS, “L'enfant grec”, L’ Express, 6 décembre 1955).
- Το γνήσιο χειρόγραφο με το συγκεκριμένο άρθρο του συγγραφέα βρίσκεται στην κατοχή του Μουσείου Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959, στη Λευκωσία.

Βιογραφικό Αλμπέρ Καμύ (1913- 1960):
Γεννήθηκε στο χωριό Μοντόβι της γαλλοκρατούμενης Αλγερίας το 1913, και μεγάλωσε με πολλές στερήσεις χωρίς τον πατέρα του, που σκοτώθηκε στη μάχη του Μάρνη το 1914 κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Από παιδί θα ζήσει την αδικία και την ανισότητα. Θα σπουδάσει φιλοσοφία και θα ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, ενώ δίνει διέξοδο στο πάθος του για το θέατρο ιδρύοντας το 1931 τον ερασιτεχνικό θίασο Εκίπ.
Παρά την κλονισμένη υγεία του, θα λάβει μέρος στην αντίσταση των Γάλλων κατά των Γερμανών γράφοντας τα άρθρα του στην παράνομη έκδοση Combat.
Από τα εφηβικά του χρόνια ανακαλύπτει την Ελλάδα μέσα από τα έργα των αρχαίων τραγικών και των φιλοσόφων, εμπνέεται την αντίληψη “του μέτρου και των ορίων”, ενώ παράλληλα “αντλεί από τον ελληνικό μύθο το χυμό του”.
Διανοούμενος και φιλόσοφος, δημοσιογράφος και δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Αλμπέρ Καμύ υπήρξε πάνω απ’ όλα ανθρωπιστής. Στάθηκε δίπλα στους αδύναμους, πιστεύοντας ότι ως συγγραφέας είχε υποχρέωση να συμπάσχει κι όχι να παραμείνει κλεισμένος στον εαυτό του. Θεωρούσε “τη φωνή της ανθρώπινης εξέγερσης φωνή του Προμηθέα” και πίστευε ότι “η μοναδική ανανδρία είναι να γονατίζεις”. Αγωνίστηκε ενάντια στην ποινή του θανάτου διατυπώνοντας τις σκέψεις του σε ομότιτλο κείμενο. Κατά τον ελληνικό εμφύλιο η φωνή του έσωσε Έλληνες πολιτικούς κρατουμένους από το θάνατο. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να σώσει και τον Μιχαλάκη Καραολή. Όμως, το ότι δεν δίστασε να υψώσει τη φωνή του ενάντια στους αποικιοκράτες, αρκούσε για να καταξιωθεί ως “ασυμβίβαστος”.
Το 1957 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μερικά από τα έργα του: Ο μύθος του Σισύφου, Ο Ξένος, Η Παρεξήγηση, Η Πανούκλα, Οι Δίκαιοι, Επαναστατημένος Άνθρωπος. Το 1960, ο Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον θάνατο σε αυτοκινητικό δυστύχημα. 

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Η Αναζήτηση του Απόλυτου, του Ονορέ ντε Μπαλζάκ 21 Aug 2013 10:44 AM (11 years ago)

Balzac HS7378
Rodin, Monument to Balzac
"Η Αναζήτηση του Απόλυτου" του Μπαλζάκ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1834, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 35 χρόνων. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Βαλτάσαρ Κλας, πλούσιος και ευυπόληπτος Φλαμανδός, μαθητής στα νεανικά του χρόνια του χημικού Λαβουαζιέ. Ο Κλας ζει μια ήρεμη και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, μέχρι την ημέρα που ζητάει μ' έναν Πολωνό αξιωματικό. Η συζήτηση μαζί του τον οδηγεί να αποποιηθεί το ρόλο του οικογενειάρχη και να γίνει ξανά ο επιστήμονας, αυτός που ψάχνει να βρει το Απόλυτο, το βασικό συστατικό κάθε στοιχείου στη φύση. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης βλέπει πώς ένας άνθρωπος χάνει πρώτα τα συναισθήματά του κι ύστερα την περιουσία του μέσα από το πάθος του για την επιστήμη που τελικά τον φέρνει στα όρια της τρέλας.



Λέει ο Μπωντλέρ για τον Μπαλζάκ :
"Πολλές φορές εκπλήσσομαι ακούγοντας ότι ο Μπαλζάκ οφείλει τη μεγάλη του δόξα στην τρομερή ικανότητά του να παρατηρεί. Εγώ πάντα πίστευα ότι το ύψιστο χάρισμά του ήταν η τάση του να οραματίζεται και μάλιστα να οραματίζεται με πάθος"

Ο Μπαλζάκ στην ιστορία του θυμίζει την αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου στη Φλάνδρα. Οι δύο γυναίκες , η Ιωσηφίνα και η Μαργαρίτα υπερασπίζονται τη συναισθηματική και οικογενειακή τάξη. Ο πρωταγωνιστής Μπαλτάσαρ την καταλύει στο όνομα μιας άλλης τάξης. Φαίνεται όμως ότι ο συγγραφέας υποστηρίζει και τις δύο αυτές τάξεις, δείγμα ίσως της πολυπλοκότητας του χαρακτήρα του ανθρώπου γενικότερα και της ακροβασίας ή των υπερβάσεων στις οποίες πολλές φορές καταφεύγει, στοχεύοντας να συγκλονιστεί από αποκαλύψεις για την αιωνιότητα, κι ας μην το παραδέχεται φωναχτά ποτέ. Παρά μόνο μέσα του, σε στιγμές εσωτερικής αλλοφροσύνης.

Στην κυρία Ιωσηφίνα Ντελανουά, το γένος Ντουμέρκ
Κυρία, ο Θεός να δώσει να ζήσει αυτό το έργο περισσότερο από μένα. Ετσι, η ευγνωμοσύνη που τρέφω για σας και που είναι, ελπίζω, εφάμιλλη της σχεδόν μητρικής στοργής σας για μένα, θα διατηρηθεί πέρα από τα υπό προθεσμία συναισθήματά μας. Το υπέροχο προνόμιο να επιμηκύνουμε μ΄αυτό τον τρόπο, μέσω της ύπαρξης των έργων μας τη ζωή της καρδιάς , θα αρκούσε για να παρηγορεί για όλα τα βάσανα που προξενεί η ίδια η καρδιά σ' εκείνους που φιλοξενούν να την κατακτήσουν. Θα το επαναλάβω , λοιπόν : είθε να το θελήσει ο Θεός!

 Ντε Μπαλζάκ.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Σαίξπηρ, ο δραματουργός που έκανε άνοιγμα στο καθολικό. 13 Nov 2012 9:50 AM (12 years ago)



Ο Σαίξπηρ γεννήθηκε τρεις μήνες σχεδόν μετά το θάνατο του Μιχαήλ Αγγέλου. Και οι δυο τους συγκαταλέγονται στις «μεγάλες ιδιοφυΐες της Αναγέννησης». Όμως ο Σαίξπηρ μοιάζει, όσο περνάει ο χρόνος, να στρέφεται προς τα πίσω, στο Μεσαίωνα, και με την αλλαγή του αιώνα να γίνεται, αντίθετα από τους άλλους δραματουργούς, ο συνεχιστής και φορέας του παρελθόντος, ο τελευταίος φρουρός μιας εποχής που έτεινε γοργά να εκλείψει.

Το μεσαιωνικό πορτραίτο είναι κυρίως το πορτραίτο του Πνεύματος που καταυγάζει πίσω από ένα ανθρώπινο πέπλο. Με άλλα λόγια, είναι ένα παράθυρο που ανοίγει από το μερικό στο καθολικό, και ενώ τοποθετείται στην εποχή και τον πολιτισμό που το γέννησε, ως τυπικό δείγμα μιας ιδιαίτερης περιόδου και ενός συγκεκριμένου χώρου, συγχρόνως, λόγω αυτού του ανοίγματος στο καθολικό, χαρακτηρίζεται από κάτι που δεν ανήκει σε καμία εποχή. Αντίθετα, η Αναγέννηση στερείται αυτής της φοράς προς το καθολικό και είναι ερμητικά κλεισμένη στην εποχή της. Ο λόγος είναι ότι η οπτική της είναι ουμανιστική, και ο ουμανισμός, που είναι η επανάσταση της λογικής ενάντια στο πνεύμα, κρίνει τον άνθρωπο και τα πράγματα στα μέτρα του ανθρώπου και μόνο, σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέρα απο αυτόν.

Ο Σαίξπηρ δεν επηρεάστηκε απο αυτή την τάση της Αναγέννησης αλλά έκανε ένα άνοιγμα στο καθολικό. Αυτός είναι ο λόγος που τα έργα του ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας του και της εποχής του. Όπως λέει ο Martin Lings, όταν καθόμαστε μπροστά από ένα Ρωμανικό η Γοτθικό καθεδρικό, αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε στο κέντρο του κόσμου. Όταν στεκόμαστε μπροστά από μία Αναγεννησιακή, Μπαρόκ ή Ροκοκό εκκλησία, απλά έχουμε συνείδηση ότι βρισκόμαστε στην Ευρώπη. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι το να παρευρίσκεσαι σε μια επιτυχημένη παρουσίαση του Βασιλιά Ληρ δε σημαίνει απλά να παρακολουθείς, αλλά να γίνεσαι μάρτυρας, με μυστηριώδη τρόπο, της ιστορίας του ανθρώπινου γένους.(http://biographies.nea-acropoli.gr)

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Ντιντερό, ο διαφωτιστής 19 Jul 2012 10:17 AM (12 years ago)


.. Γιος ενός σιδερά από την πόλη Langres, διδάχθηκε από Ιησουίτες κληρικούς και σπούδασε στη Σορβόνη, από όπου απεφοίτησε το 1732 ως νομικός. Ο Ντιντερό έχασε όμως το ενδιαφέρον του για το νομικό επάγγελμα και προτίμησε να ασχοληθεί με γλώσσες, λογοτεχνία, φιλοσοφία και μαθηματικά. 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1740 ξεκινάει ένα ταπεινό εκδοτικό εγχείρημα που αποσκοπούσε στη μετάφραση του αγγλικού έργου «Cyclopaedia». Επειδή οι πρώτοι επιμελητές δεν έδειξαν το αναμενόμενο ενδιαφέρον, αποτάθηκε ο εκδότης στους Ντιντερό και Ντ' Αλαμπέρ. Ο Ντιντερό αναλαμβάνει το 1747 επιμελητής του έργου και μετατρέπει τη «μετάφραση» σε ένα τελείως καινούργιο έργο με τίτλο «Εγκυκλοπαίδεια» ή «Λογικό λεξικό των επιστημών των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων», το οποίο αποτέλεσε το σημαντικότερο έργο της εποχής του Διαφωτισμού, με τεράστια σημασία στην παιδεία των μελών της αστικής τάξης εκείνης της εποχής. Αυτή η προσπάθεια κράτησε μέχρι το 1766, οπότε εκδόθηκαν οι 17 τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας (ο πρώτος κυκλοφόρησε το 1751). Μέχρι το 1772 κυκλοφόρησαν και 11 τόμοι με χαρακτικά. 
Ο Ντιντερό αναδείχθηκε έτσι σε επιφανή φιλόλογο, φιλόσοφο και συγγραφέα. Σε όλα τα έργα του διέδιδε το πνεύμα του Διαφωτισμού, άθεος και υλιστής ο ίδιος, ενάντια στη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία. Μαζί με τον Βολταίρο  και τον Ρουσώ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς του 18ου αιώνα. 

Τα μυθιστορήματά του διαβάζονται ακόμα και τον 21ο αιώνα. Έγραψε ακόμα θεατρικά έργα και κριτικές εργασίες. 
Το έτος 1749 κλείστηκε ο Ντιντερό στις φυλακές του πύργου της Βενσέν, μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Επιστολή των τυφλών προς χρήση όσων βλέπουν», όπου διακωμωδούνται οι θρησκευτικές ιδεοληψίες για το θεό και τον κόσμο. Απολύθηκε από τις φυλακές, αφού δέχτηκε ως δικά του διάφορα φυλλάδια και βιβλία με αντιεκκλησιαστικό περιεχόμενο, τα οποία είχαν κυκλοφορήσει ανώνυμα και αφού υποσχέθηκε ότι δεν θα θέσει τίποτα σε κυκλοφορία, πριν το παραδώσει για έλεγχο στην κρατική υπηρεσία λογοκρισίας. Πραγματικός λόγος της απελευθέρωσής του ήταν όμως η παρέμβαση του εκδότη της «Εγκυκλοπαίδειας», ο οποίος θα καταστρεφόταν οικονομικά χωρίς τον δραστήριο επιμελητή. Οι οικονομικοί κύκλοι της εποχής είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν το άρμα της Εκκλησίας και να ποντάρουν στα άλογα της προόδου. 
Η τσαρίνα Αικατερίνη της Ρωσίας κάλεσε τον Ντιντερό να υποβάλει προτάσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρωσίας και γι' αυτό ο μεγάλος Διαφωτιστής έμεινε στην Πετρούπολη στο διάστημα 1773-74. Στα ύστερα δημοσιεύματά του ασχολήθηκε επίσης με πολιτικά ζητήματα και θεωρείται από τους πνευματικούς πατέρες της επερχόμενης (γαλλικής) επανάστασης.

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Φεστιβάλ Jane Austen- Σεπτέμβριος στο Μπαθ 12 Jul 2012 12:40 PM (12 years ago)


Jane Austen Festival 14th to 22nd September 2012 (Δείτε το γιουτιουμπάκι στο τέλος).
 TICKETS ON SALE AT BATH BOX OFFICE
Use our drop down menu for full details of each days events. PROMENADE STARTS FROM NEW LOCATION, QUEEN SQUARE, full details from Grand Regency Costumed Promenade – 15th September
The Jane Austen Festival programme is available to collect from various locations around the city or can be posted on request from the Jane Austen Centre. There are lots of events spread over 9 days for Austen enthusiasts to enjoy in Bath and by way of a taster, below is a short video  from the 2011 Festival, hope to see you soon.
htt http://www.janeausten.co.uk/a-cameo-appearance-jane-austen/p://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=upFjt8-5Fwo

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Jane Austen, details 3 Jul 2012 11:52 PM (12 years ago)

 Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή της Τζέιν Ωστιν http://www.janeausten.org/

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

Jane Austen 2 Jul 2012 11:53 AM (12 years ago)






Jane Austen.


 "An engaged woman is always more agreeable than a disengaged. She is satisfied with herself. Her cares are over, and she feels that she may exert all her powers of pleasing without suspicion. All is safe with a lady engaged; no harm can be done".


Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?

`Εμιλυ Ντίκινσον Μέρος Β' 14 Jan 2012 1:44 AM (13 years ago)





 Τα ποιήματά της Ντίκινσον όσο κι αν είναι μερικές φορές σκοτεινά ή βαριά από άποψη θεματολογίας, έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, ένα κέφι παιδικό. Η Έμιλυ Ντίκινσον κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος. Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα.

Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.

          Αφέθηκε μονάχα στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση». Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»
[3]
  Είναι χαρακτηριστικό νομίζω το παρακάτω ποίημα όπου βάζει την αφοσίωσή της στην ομορφιά σε ίση μοίρα με την έως θανάτου αφοσίωση των μαρτύρων στην αλήθεια:

           





------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

          Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.

    


          Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.
[6]
          Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.
[7]


          Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» 
[9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:

       
http://www.guardian.co.uk/books/2011/apr/17/lives-like-loaded-guns-review( ενδιαφέρον άρθρο) 

Add post to Blinklist Add post to Blogmarks Add post to del.icio.us Digg this! Add post to My Web 2.0 Add post to Newsvine Add post to Reddit Add post to Simpy Who's linking to this post?