Ξέρω έναν πειρατή που μ’ ένα ξύλινο καράβι
στο βυθό αρμενίζει
κι ένα γέρο αρπιστή που λένε πως
τραβάει στα σκοτάδια και γυρίζει
Βγήκαν στους δρόμους οι τρελοί
φωτιές ανάβουν στη βροχή
τραγούδι κάνουν την ευχή
να σμίξουν σούρουπο κι αυγή
Ξέρω μια αγκαλιά
που όταν σκέφτομαι να φύγω με κρατάει
μα όταν μπαίνω στο λιμάνι της να δέσω
λέει τράβα κι όπου βγάλει
Ξέρω ένα παιδί
που όταν έρχεται ο ύπνος να με πάρει μ’ οδηγάει
σ’ αυτό το γέρο αρπιστή
που λένε πως τα βάζει με το δράκο και νικάει
Ήλιε μου παλληκάρι μου
ανθέ μου και καμάρι μου,
το διάβα σου μια πυρκαγιά
σε θάλασσες και σε στεριά.
Ανοίγω τα παράθυρα
μπαίνει δροσιά κι αγέρι,
τον κόσμο ολόκληρο βαστάς
στο πρωινό σου χέρι.
Ήλιε μου παλληκάρι μου
ανθέ μου και καμάρι μου,
το διάβα σου μια πυρκαγιά
σε θάλασσες και σε στεριά.
Ξημέρωσε, στον ουρανό
πετούν θαλασσοπούλια.
Γαρίφαλα σε στόλιζε
όλη τη νύχτα η Πούλια.
Ήλιε μου παλληκάρι μου
ανθέ μου και καμάρι μου,
το διάβα σου μια πυρκαγιά
σε θάλασσες και σε στεριά.
Ξημέρωσε…
Ααααα, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ ετούτο εδώ το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα της νύχτας το σκοτάδι
Ξημέρωσε, ξημέρωσε, δεν έχω τι να γράψω
τραβώ για το κονάκι μου στα ίσα για ν’ αράξω
Ααααα…
Καινούργια τρέλα
Σ’ έχει βαρέσει
Το ξύνεις μέρα νύχτα
Και σ’ αρέσει
Το ξύνεις και το μεσημέρι
Στην τραπεζαρία
Τη σούπα σου ξεχνάς
Μετά την τρως
Και είναι κρύα.
Το ξύνεις και το απογευματάκι
Στο σαλόνι
Πως θα `θελα
Ένας να σε βαστάει
Και άλλος να στις χώνει
Ξυσ’ το (ξυσ’ το)
Ξυσ’ το (ξυσ’ το)
Ξυσ’ το μπας και κερδίσεις
Ξυσ’ το, μωρό μου ξυσ’ το
Μόνο μη το μαδήσεις
Το ξύνεις συνεχώς
Ακόμα και στον πάγκο της κουζίνας
Δεν ενδιαφέρεσαι καθόλου
Αν εγώ ψοφάω της πείνας
Το ξύνεις κι όταν
Είσαι στη λεκάνη
Τα νύχια σου πληγές
Έχουνε κάνει
Το ξύνεις κι όταν είσαι ξαπλωμένη
Στο κρεβάτι
Κι εγώ ο δόλιος από δίπλα
Να σε παίρνω μάτι
Δεν ξέρεις πόσο θα `θελα απόψε
Να πηδήσω
Το σπίτι μας όμως είναι ψηλό
Και ξέρω, θα χτυπήσω
Ξυσ’ το (ξυσ’ το)
Ξυσ’ το (ξυσ’ το)
Ξυσ’ το μπας και κερδίσεις
Ξυσ’ το, μωρό μου ξυσ’ το
Μόνο μη το μαδήσεις
Ξυσ’ το!
Αχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ
ετούτο εδώ το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα
της νύχτας το σκοτάδι.
Ξεμέθυσα, ξεμέθυσα
και μου `φυγε η ζάλη,
ας ήταν στο μεθύσι μου
να ξαναπέσω πάλι.
Αχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ
ετούτο εδώ το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα
της νύχτας το σκοτάδι.
Ξημέρωσε, ξημέρωσε,
δεν έχω τι να πράξω,
γραμμή για το τσαρδάκι μου
στα ίσια για ν’ αράξω.
Αχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ
ετούτο εδώ το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα
της νύχτας το σκοτάδι.
Μια πανσέληνο του Μάη
πάνω στο καμπαναριό
στ’ άσπρο φως απ’ το φεγγάρι
πρωτογίνανε ζευγάρι.
Κι ο παπάς του Επισκόπου
έτρεξε να του το πει
Τι μεγάλη αμαρτία, έξω από την εκκλησία
δύο ξωτικά τσιτσίδι, να φιλιούνται στο γρασίδι
Και του Επίσκοπου τα γένια
σηκωθήκαν όρθια.
Μήνυσε τους κολασμένους
να τους φέρουνε δεμένους.
Κίνησαν χωροφυλάκοι
και ντουφέκια ζωστηκαν
στ’ άσπρο φως απ’ το φεγγάρι
να συλλάβουν το ζευγάρι.
Κι ο παπάς του Επισκόπου
έτρεξε να του το πει
Τους συλλάβαμε στη βρύση, να `ναι αυστηρή η κρίση.
Δύο ξωτικά τσιτσίδι να φιλιούνται στο γρασίδι
”Τι είναι αυτό εδώ που ακούω
της ντροπής τα πράγματα
να φιλιόσαστε όπου βρειτε
άντε και να μου χαθείτε”.
Κι ο Επίσκοπος πως λένε
τους εκαταδίκασε
από τότε σ’ άλλους τόπους
μακριά απ’ τους ανθρώπους.
Κι ο παπάς ευτυχισμένος
στο χωριό του έτρεξε
όμως συμφορά μεγάλη, το χωριό σε παραζάλη.
Όλοι οι χωρικοί τσιτσίδι να φιλιούνται στο γρασίδι.
Ξέχνα με, ξέχνα με
τον αριθμό μου σβήσε
ξέχνα με, ξέχνα με
και πια μην ασχολείσαι
Γιατί να σε φαντάζομαι
στο πλάι μου για πάντα
αυτά π’ αφήσαμε μισά
τώρα με άλλη κάν’ τα
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
που ρουφάς το ναργιλέ.
Τον τσακώσαν τα μορτάκια
να μιλεί στα κοριτσάκια
και τον πήραν ρεφενέ,
γεια σου γέρο κουνενέ.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
ξεκουτιάρη και τρελέ.
Η μπογιά σου δεν περνάει,
φύγε γέρο ξεκουτιάρη.
Άδειασέ μας τη γωνιά
θα μας βάλεις σε μπελά.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Θα σε δέσουν στο μαντρί,
θα σε κλείσουν στο Δαφνί.
Δεκαοχτώ, δεκαεννιά, ξωτικά και παιδιά,
δεκαοχτώ, δεκαεννιά, ξωτικά και παιδιά.
Χρόνια τώρα δένουνε μαζί
σε γιορντάνι αερικό
τις μικρές κρυφές ελπίδες μας
που προσμένουν σιωπηλά
κάθε χρόνο που περνά,
να φυτρώσουνε.
Δεκαοχτώ, δεκαεννιά, ξωτικά και παιδιά,
δεκαοχτώ, δεκαεννιά, ξωτικά και παιδιά,
ξωτικά και παιδιά.
Αυτός ο κάποιος,
με ξυράφι αστραφτερό
που κόβει μια όψη
εγκαταλελειμμένη στην αλληγορία,
αποκαθιστά το χαμόγελο
για το οποίο γεννήθηκα
και έπαψα να έχω,
με διορθωτικό σβήνει
τις άχρηστες σελίδες της μνήμης,
και όντως επιπόλαια ωραίος,
σκέπτεται σύννεφα για μένα
εκεί που σύννεφα δεν υπάρχουν.